Στην κορυφαία ερμηνεία της καριέρας του στο ομώνυμο έργο, ο Jack Nicholson ρωτά σε μία σύντομη σκηνή στον χώρο αναμονής τους υπόλοιπους ασθενείς του ψυχαναλυτή τους, την παραπάνω ερώτηση. Είναι ένας ψίθυρος αγωνίας για το κατά πόσον η ψυχανάλυσή τους, έχει φτάσει στα όρια της βοήθειάς της προς εκείνους. Κανείς δεν τολμά να απαντήσει, αρκούνται όλοι σε ένα βογγητό απελπισίας και θανατερής αγωνίας.
Η ταινία είναι γεμάτη ουσιώδεις όσο και διδακτικές σκηνές και στιχομυθίες. Ο δέ ρόλος του JN είμαι βέβαιος πως δεν θα λάμβανε την έγκριση του αρχιρεατείου του Hollywood στις ημέρες μας. Θα πρότεινα σε όσες και όσους δεν την έχουν δει, να την αναζητήσουν, μιας και με τον ρυθμό κατάληψης της καθημερινότητας από τον εσμό της πολιτικής ορθότητος, εντός των επομένων ετών, προβλέπω η ταινία να καταδικάζεται ως «φονταμενταλιστική» και «σεξιστική», και να αποσύρεται.
Δεδομένου πως η καθημερινότητα στην παραπαίουσα μετασοσιαλιστική κοινωνία μας, ομοιάζει με προθάλαμο σε κλινική ψυχοθεραπευτή, ας προσεγγίσουμε με χιούμορ τους ανάλογους παραλληλισμούς. Είμαστε π.χ. έτοιμοι να γιορτάσουμε σε 5 μήνες, 44 χρόνια μεταπολίτευσης. Μίας περιόδου που σύμφωνα με την συμβατική προσέγγιση, συνοδεύεται από «την σταθερότερη διακυβέρνηση που γνώρισε ο τόπος». Θα περίμενε κανείς η εν λόγω θριαμβευτική διαπίστωση να είναι αποτέλεσμα ώριμων επιλογών των αρίστων, οι οποίοι με αυτογνωσία και σε ευθεία και ειλικρινή συνεννόηση με τους αρχομένους, έχουν χαράξει πορεία δημιουργίας, ανεξαρτησίας, αυτάρκειας και σεβασμού στους δημοκρατικούς θεσμούς.
Τουναντίον ένας ψύχραιμός παρατηρητής διαπιστώνει αβίαστα πως η περίοδος αυτή συνοδεύτηκε από την ουσιαστική πολιτική, πολιτειακή, πνευματική και βεβαίως τελευταία οικονομική χρεοκοπία της χώρας μας. Οι εκλέκτορες, βασισμένοι στο στενό όσο και βραχυπρόθεσμο συμφέρον τους, έδωσαν την εξουσία με την ψήφο τους σε μία σειρά από (άναμεσα σε άλλες) εξωτικές προσωπικότητες.
Τρεις φορές σε εναν ψυχικά διαταραγμένο μανιοκαταθληπτικό ο οποίος καίτοι Αμερικανός υπήκοος χωρίς να έχει υπηρετήσει στον Ελληνικό στρατό, εξελέγει με το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Υπέγραψε βεβαίως αμέσως μετά την εκλογή του, και την παραμονή των βάσεων στην Ελλάδα, και μία σειρά ομολογιακών δανειακών συμβάσεων, η λήξη των οποίων συνέπεσε με την τυπική χρεοκοπία του τόπου το 2010.
Τριάντα χρόνια αργότερα, τον υιόν του, ο οποιός ώς κακή απομίμηση του πατρός, ψέλλισε ένα ξερό «λεφτά υπάρχουν», το οποίο αρκούσε για να εκτινάξει το κόμμα σε ζηλευτά εκλογικά επίπεδα. Έξι μήνες αργότερα δανειζόμασταν από το ΔΝΤ.
Έναν διαπιστωμένο ριψάσπι, οποιός με μηδενικές αναστολές αποχώρησε από την κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε, προδίδοντας τους ψηφοφόρους του κόμματός του, δημιούργησε δικό του σχηματισμό, απέτυχε, και επέστρεψε 19 χρόνια αργότερα ώς σωτήρας και του προδοθέντος κόμματος, και της Πατρίδος.
Στο δε climax της μεταπολιτευτικής Ιερεμιάδας, έναν pagliaccio ο οποίος σε μία ονείρωξη της νεοελληνικής version δημοκρατικότητας, ούρλιαξε «Go back κυρία Μέρκελ» και αυτό έφθασε ώστε να λάβει πανηγυρικά (….) εντολή διακυβερνήσεως και περήφανης διαπραγματεύσεως. Τρεις φορές. Έξι μήνες μετά υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο, και έναν χρόνο αργότερα την υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας για 99 έτη.
Υπό τις παρούσες συνθήκες θα περίμενε κανείς την αντιπολίτευση (“cabinet in waiting”) να έχει καθορίσει την ατζέντα της καθημερινότητος, να έχει κεφαλαιοποιήσει την διαφαινόμενη οργή πατριωτισμού που ξεχύθηκε αυθορμήτως να υψώσει ανάστημα για το «Σκοπιανό». Τουναντίον ασθμαίνουσα πραγματοποιεί την μία γκάφα μετά την άλλη, άνευρη και αποπροσανατολισμένη, αδυνατεί να εμπνεύσει και να οραματίσει. Σε έναν ανεπανάληπτο βαθμό αποξένωσης από την παραδοσιακή της βάση, ακροβατεί συμμαχώντας με μεταμοντέρνους όσο και έωλους σχηματισμούς.
Ενόσω είναι φανερό πως η χαίνουσα πληγή της ευδαιμονικής και διαρκούς δανειζόμενης μεταπολίτευσης απειλεί να καταφάει ό,τι έχει απομείνει από την ελπίδα στις καρδιές του υγιούς κομματιού των συμπατριωτών μας, δεν διαφαίνεται ακόμη η δύναμη που θα συνεπάρει με τον οραματισμό και τον ρεαλισμό της.
Δεν μας ταιριάζει βεβαίως η μεμψιμοιρία. Στην ερώτηση “What if this is as good as it gets?” ας ανατρέξουμε όχι μόνον σε παρόμοιες ιστορικές περιόδους όπου το λυκόφως προξενούσε αγωνία, αλλά και στα πλούσια κληροδοτήματα έμπνευσης από υπηρέτες της γλώσσας, του πολιτισμού, και της αλήθειας που φτιάχνεται από ατσαλένια πνεύματα σε πείσμα των εκάστοτε καιρών.
«Δεν με μέλλει αν βάλω σε δύσκολη θέση μία κυβέρνηση που δεν τη σέβομαι, δεν είμαι καμωμένος για την κυβέρνηση ή για το κράτος, έγινα για το έθνος, και το ξέρω επειδή γι’ αυτό ίσα-ίσα πονώ. Για την κυβέρνηση μου έρχεται σιχαμός και καταφρόνια. Άμα συλλογίζομαι την κυβέρνηση ξεπέφτω, μαργώνω και μαραίνομαι. Σηκώνομαι, ξανοίγω και ανθοβολώ άμα νοιώθω τον Ελληνισμό». Ίων Δραγούμης, «Μαρτύρων και ηρώων αίμα».