Καθώς η ώρα των αμερικανικών εκλογών φτάνει στις ΗΠΑ και η προεκλογική εκστρατεία οδεύει προς ολοκλήρωση, είναι κατάλληλη η στιγμή για μια ρεαλιστική προσέγγιση στο χαρακτήρα και το επίδικο αυτών των εκλογών, όπως τουλάχιστον αυτά αποκρυσταλλώθηκαν στη συνείδηση του μέσου πολίτη (όχι μόνο των ΗΠΑ) που παρακολούθησε, έστω και εξ αποστάσεως την σύγκρουση Τραμπ-Χιλαρυ κατά τους τελευταίους μήνες.
Την σύγκρουση αυτή σημάδεψαν δύο πράγματα. Αφενός η πρωτοφανής σφοδρότητα της και αφετέρου το σημείο όπου εντοπίστηκε το κέντρο βάρους της. Η σφοδρότητα μιας προεκλογικής σύγκρουσης δεν είναι βεβαίως, ούτε άγνωστη, ούτε αθέμιτη (κάθε άλλο μάλλον) και ως εκ τούτου δεν είναι αυτή καθ’εαυτή που έχει σημασία. Η σημασία της έγκειται στον ρόλο της ως ενδείκτη του πόσο σημαντικό είναι το εκάστοτε διακύβευμα για τους πολίτες και πόσο αυτό έχει πολώσει το εκλογικό σώμα.
Αυτές, λοιπόν, θα είναι αναμφίβολα οι πιο πολωμένες εκλογές των τελευταίων πολλών ετών στις ΗΠΑ. Είναι σίγουρα πολλοί οι παράγοντες που συνέβαλαν σ’αυτό. Αρχικά ο χαρακτήρας των ίδιων των υποψηφίων: ένας εριστικός και εκκεντρικός Τραμπ έναντι μιας υπεροπτικής και υποκριτικής Χίλαρυ. Εκείνο, ωστόσο, που κάνει αυτές τις εκλογές πραγματικά να ξεχωρίζουν και που συμβάλλει, τόσο στην αύξηση, όσο και την διάχυση της έντασης, είναι η πρωτοφανής κινητοποίηση σε επίπεδο βάσης και ψηφοφόρων των υποψηφίων (των υποψηφίων και όχι απαραίτητα των κομμάτων, αφού ειδικά ο Ντ. Τραμπ πολεμήθηκε αρκετά από το κατεστημένο του κόμματός του). Αν κανείς ανατρέξει στα διάφορα social media – η κρισιμότητα των οποίων στην σύγχρονη πολιτική ζωή θεωρείται αυτονόητη – θα εντοπίσει αναρίθμητες ομάδες υποστήριξης καθενός εκ των δύο. Ιστότοποι όπως το Tumblr θεωρούνται άντρο των υποστηρικτών της Χίλαρυ, ενώ στο Facebook υπάρχουν παραπάνω από αρκετές σελίδες λατρείας του Trump. Ακόμα χειρότερα, δεν είναι λίγες οι δηλώσεις πολιτών (ασήμων και διασήμων) όπου ισχυρίζονται ότι θα αλλάξουν χώρα σε περίπτωση που δεν κερδίσει ο υποψήφιός τους, ενώ κάποιοι έφτασαν στο σημείο να απειλούν με αυτοκτονία…
Και το φυσικό ερώτημα είναι, γιατί όλα αυτά; Γιατί τέτοια επίπεδα κινητοποίησης και πόλωσης; Είναι ζήτημα αμερικανικής αισθητικής ή είναι κάτι άλλο; Στην πραγματικότητα όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά της σημασίας εκείνου που θα κριθεί σε αυτές τις εκλογές.
Ποτέ μια διαδικασία εκλογών δεν είναι μονοσήμαντη και η τωρινή δεν απετέλεσε εξαίρεση, καθώς τα ζητήματα διεθνούς εμπορίου, μετανάστευσης και διεθνούς πολιτικής των ΗΠΑ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση γνώμης. Δεν ήταν, όμως, αυτά που έδωσαν το στίγμα αυτής της προεκλογικής εκστρατείας, αφού και αυτά ειδώθηκαν υπό το ευρύτερο πρίσμα της «πολιτικής ορθότητας».
Τι θα πεί πολιτική ορθότητας και γιατί έχει σημασία; Ο όρος «πολιτική ορθότητα» αναφέρεται στην αντίληψη εκείνη, κατά την οποία, κάποιος θα πρέπει να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικός με την επιλογή των λέξεων ή των συμπεριφορών του, έτσι ώστε να μην προσβάλλει κάποια «ευπαθή ομάδα» του πληθυσμού ή τα μέλη της. Έτσι, η πολιτική ορθότητα δεν μπορεί να οριοθετηθεί με ακρίβεια και αποτελεί μάλλον έναν περιεκτικό όρο που έχει διάφορες εκφάνσεις με τις οποίες παρουσιάζεται στην καθημερινή κοινωνική ζωή. Και ενώ η όλη σύλληψη μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται από ευγενής έως ασήμαντη, αυτό θα ίσχυε αν περιοριζόταν σε έναν αυστηρά κοινωνικό κώδικα συμπεριφοράς. Το πρόβλημα ξεκινά όταν οι οπαδοί της πολιτικής ορθότητας επιδιώκουν την επιβολή της δια της αυτοδικίας ή δια νόμου.
Έτσι, για παράδειγμα, είναι πολλά τα περιστατικά όπου γυναίκες έχουν ασκήσει βία ή έχουν καλέσει την αστυνομία επειδή κάποιος άντρας τις χαρακτήρισε όμορφες ή είπε μια απλή καλημέρα. Και αυτό γιατί σύμφωνα με τον (σύγχρονο) φεμινισμό, οι γυναίκες αποτελούν «ευπαθή ομάδα» καταπιεζόμενη από σύσσωμο τον αντρικό πληθυσμό, λόγω των πολλών ετών καταπίεσής τους σε πατριαρχικές κοινωνίες. Με την ίδια λογική, η οποιαδήποτε κριτική σε άτομο άλλης φυλετικής καταγωγής πλην των λευκών υποκρύπτει ρατσιστικά κίνητρα, αφού οι λευκοί για χρόνια καταπίεσαν τους διάφορους λαούς την εποχή της αποικιοκρατίας. Το ίδιο ισχύει για την κριτική ενός Χριστιανού προς έναν μη-Χριστιανό, αφού, ο Χριστιανισμός, ως κυρίαρχη θρησκευτική αντίληψη, καταπιέζει τις άλλες. Και η λογική αυτή συνεχίζει και μπορεί να εφαρμοστεί με συνέπεια για κάθε πληθυσμιακή ομάδα που δεν εντάσσεται στο κοινωνικά επικρατές πρώτυπο, όπως οι παχύσαρκοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι χορτοφάγοι και πολλοί άλλοι.
Είναι, έτσι, πέρα για πέρα προφανές ότι η πολιτική ορθότητα, όχι μόνον δεν συνιστά μια αναβάθμιση του κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά πρόκειται για έναν πολιτισμικό πόλεμο (οι καταβολές του οποίου εντοπίζονται εύκολα στην θεωρία του «Πολιτισμικού Μαρξισμού», όπως αυτή αναπτύχθηκε την εποχή του μεσοπολέμου από την περίφημη σχολή της Φρανκφούρτης) με εμφανή στοχοποίηση των Δυτικών-Χριστιανών-αντρών και των κοινωνικών σταθερών εν γένει. Ένας πόλεμος, βέβαια, όχι μια επανάσταση, αφού δεν προσφέρεται καμία εναλλακτική, παρά μόνο η παραγραφή οποιασδήποτε ατομικής ταυτότητας και η μαζοποίηση του ατόμου, ώστε να μην ξεχωρίζει σε κάτι από τον διπλανό του και έτσι να μην τον «καταπιέζει».
Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο ότι η (σοσιαλίστρια για τα αμερικανικά δεδομένα) Χίλαρυ Κλίντον έχει ανοιχτά ταχθεί υπέρ της προάσπισής της και ποντάρει στο να προσεταιριστεί τις ψήφους των οπαδών αυτής της θεώρησης. Χαρακτηριστικά, έχει ταχθεί υπέρ του BLM (Black Lives Matter), μιας οργάνωσης που διατείνεται ότι υποστηρίζει την προστασία των μαύρων Αμερικανών από την ρατσιστική αστυνομική βία (αν και δεν έχει κατορθώσει να αποδείξει με σαφήνεια την ύπαρξή της), η οποία έχει όμως συνδεθεί με πολλαπλές περιπτώσεις εγκληματικών ενεργειών και με την τρομοκρατική επίθεση στο Batton Rouge της Louisiana, ενώ δεν χάνει ευκαιρία να παρουσιάσει τον ευατό της ως υπέρμαχο της “κοινωνικής δικαιοσύνης” (όρο συνώνυμο της πολιτικής ορθότητας). Επιπλέον, οι επιθέσεις της επικεντρώθηκαν κατά κύριο λόγο στο να μπλοκάρουν τον Τραμπ από αυτούς τους ψηφοφόρους, κατηγορώντας τον για ρατσισμό, σεξισμό, μισογυνισμό κλπ.
Στην αντίπερα όχθη, ο Τραμπ, αποφεύγωντας να χρησιμοποιήσει αντίστοιχο λεξιλόγιο, αλλά μάλλον επιστρατεύοντας το εριστικό του ύφος, παρουσιάζεται εμμέσως πλην σαφώς ώς πολέμιος της πολιτικής ορθότητας. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ερμηνευθούν και ορισμένες φαινομενικά ακραίες δηλώσεις του, όπως λ.χ. ότι θα απαγορεύσει τα ταξίδια Μουσουλμάνων στις ΗΠΑ ή ότι θα χτίσει ένα φράκτη στα σύνορα με το Μεξικό, αναγκάζωντας το τελευταίο να πληρώσει και το τίμημα, φράση η οποία σημάδεψε την εκστρατεία του.
Το επίδικο, λοιπόν, αυτών των εκλογών, δεν είναι άλλο παρά η απάντηση στο ερώτημα της πολιτικής ορθότητας. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, τόσο για τις ΗΠΑ, όπου θα έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το τι μπορεί να σημαίνει μια καταφατική απάντηση για τις παραδοσιακές αμερικανικές ελευθερίας και ειδικά την ελευθερία έκφρασης, όσο και για τη χώρα μας, αφού το πολιτικό κλίμα των ΗΠΑ εξάγεται και επηρεάζει και την δική μας καθημερινότητα. Δεν είναι σύπτωση που ολοένα και περισσότερο το πολιτικό μας λεξιλόγιο εμπλουτίζεται με όρους όπως, μισογυνισμός, ρατσισμός, ξενοφοβία, ισλαμοφοβία, ομοφοβία και άλλες τέτοιες διάφορες «φοβίες».
Καταληκτικά, κανείς από τους δύο υποψηφίους δεν μπορεί να θεωρηθεί μια συνολικά ασφαλής επιλογή – άλλωστε σπάνια υπάρχουν τέτοιες- αφού και των δυο οι γενικές πολιτικές είναι από εξαιρετικά αμφίβολο έως απίθανο να αποδειχθούν παραγωγικές. Ωστόσο, η ξεκάθαρη υπεροχή του Τραμπ στο ζήτημα της πολιτικής ορθότητας τον καθιστά ενα μισογεμάτο πιστόλι σε ενα παιχνίδι ρώσικης ρουλέττας, όταν στο πιστόλι της Κλίντον δεν λείπει ούτε σφαίρα. Και το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας είναι ξεκάθαρα σημαντικότερο από τα διάφορα παρεμπίπτοντα ζητήματα γενικής πολιτικής, γιατί είναι ζήτημα χαρακτήρα και , με τα λόγια του Thomas Paine «ο χαρακτήρας ευκολότερα διατηρείται, παρά επανακτάται».