27.5 C
Athens
Πέμπτη, 1 Ιουνίου 2023
spot_img

Το Πνεύμα Του 1821 Σήμερα

του Κώστα Χατζηαντωνίου: Βραβευμένος με Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το μυθιστόρημα “Αγκριτζέντο”.

 

Σε εποχές ηθικής κατάρρευσης και αισθητικής ισοπέδωσης, αποκτά επείγοντα χαρακτήρα η ανάγκη να αναζητούμε ξανά τη βαθύτερη υπαρκτική μας ουσία. Να ανακαλύπτουμε ξανά το σθένος εκείνων που θεμελίωσαν και επέβαλαν την πολιτική μας επιστροφή στο σύγχρονο κόσμο. Απαραίτητο βήμα προς τούτο είναι ασφαλώς η απαλλαγή απ’ όσες συνήθειες κρατούν τα σύμβολα της μνήμης εγκλωβισμένα σε μια στείρα πανηγυρική αντίληψη που θέλει να τα ανασύρει μια φορά το χρόνο και να τα τοποθετεί στο βάθρο μιας τυπικής γιορτής. Να αναλάβουμε λοιπόν το ευφρόσυνο βάρος ενός πεπρωμένου που ενώνει όσους θεωρούν πως η ελληνικότητα δεν είναι τυχαία ιδιότητα αλλά ουσιώδης και συνειδητή εκλογή για την υπόστασή τους, είναι μια πράξη εξαιρετικής επικαιρότητας, ειδικά σήμερα που η Ιστορία έγινε για πρώτη φορά πραγματικά παγκόσμια, τα μεγέθη της έγιναν αθεώρητα και οι προοπτικές νεοφανείς.

 

Ίσως βέβαια για κάποιους που είναι παγιδευμένοι στο Χρόνο και αδυνατούν να συλλάβουν τι σημαίνουν οι αξίες που διαπερνούν τα όρια μιας ατομικής ζωής ή μιας εποχής, να φαίνεται παρωχημένο να προσέρχεται κανείς περιδεής προσκυνητής στα ταπεινά, ματωμένα περιτειχίσματα του 1821. Κι όμως. Αυτό που συνέβη τότε είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο και πολύ βαθύτερο από όλα τα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής μας. Η απόλυτη επιδίωξη της ελευθερίας μέχρι θανάτου, η έξαρση της ψυχής και του σώματος, παραμένουν πάντα μέτρο αξεπέραστο. Γιατί το Εικοσιένα έδειξε μέτρα έσχατα, έναντι των οποίων κάθε έντιμος άνθρωπος νιώθει δέος. Δέος γιατί τότε αποκαλύφθηκε η πιο χαρακτηριστική ιδιότητα της αυθεντικής ύπαρξης: αυτή που θέτει την Ελευθερία όχι απλώς πάνω από την Ευημερία αλλά πάνω κι από τη Ζωή.

 

Η Ελληνική Επανάσταση αποτέλεσε γνήσιο καρπό και κορυφαία έκφραση των επαναστατικών παραδόσεων του ελληνικού λαού, ξέσπασμα ολόκληρης της εθνικής κοινωνίας. Όλες οι τάξεις του γένους, όταν ωρίμασαν οι αντικειμενικές συνθήκες υλοποίησης του απελευθερωτικού οράματος, με πίστη σε ένα παρελθόν ιδανικό, υπό την επιρροή των ιδεών του επαναστατικού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού εθνικισμού, στρατεύθηκαν στον αγώνα. Η διαλεχτή πρωτοπορία της Εταιρείας των Φιλικών, πρωτοπορία που η Ιστορία αναδεικνύει και η δύναμη της βουλήσεως επιβάλλει, εξέφρασε με πίστη και τόλμη την εθνική απόφαση. Εννέα χρόνια αγώνα οδήγησαν τελικά ένα μικρό τμήμα του έθνους στην ελευθερία και σε ένα έστω μικρό, σπιθαμιαίο κράτος, καθώς η επανάσταση είχε να αντιμετωπίσει μια ισχυρή ακόμη αυτοκρατορία και μια εχθρική, τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον, Ευρώπη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέχρι να επέλθει το Ναυαρίνο χρειάστηκαν το αίμα και οι αμέτρητες θυσίες εξήμισι χρόνων.

 

Η επανάσταση βλάστησε στο καρποφόρο έδαφος της πνευματικής και οικονομικής αναγέννησης του έθνους κατά τον 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνος. Η αναγέννηση αυτή υπήρξε ένα σύνθετο ιδεολογικό φαινόμενο καθώς σε αυτήν ανιχνεύονται τόσο η Επανάσταση και η Ανεξαρτησία όσο και τα αίτια της νεοελληνικής εξάρτησης. Δεν πρέπει φυσικά να υποτιμά κανείς τη σημασία του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης που διέδωσε σε όλο τον κόσμο την αρχή των εθνικοτήτων. Αποτελεί ωστόσο ασύγγνωστη επίδειξη αμάθειας να θεωρεί κανείς ότι η εθνική συνείδηση διαμορφώνεται στον ελληνικό χώρο μέσω του διαφωτισμού τον 18ο αιώνα. Αυτό που όντως ενίσχυσαν οι διαφωτιστικές ιδέες ήταν η σύγχρονη πολιτική ιδεολογία του εθνικού κράτους μα όχι αυτή καθ’ εαυτή η εθνική συνείδηση.

 

Τα σχετικά ιστορικά στοιχεία είναι καταλυτικά. Η γέννηση του νέου ελληνισμού στη διάρκεια του διμέτωπου αγώνα εναντίον Δύσης και Ανατολής έχει συντελεστεί όταν πέφτει η Βασιλεύουσα, την οποία ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, δυο ημέρες πριν την Άλωση ονομάζει «ελπίδα και χαρά πάντων των Ελλήνων». Τον 16ο αιώνα ο Αντώνιος Έπαρχος γράφει το μεγάλο αρχαϊκό ποίημα «Θρήνος εις την Ελλάδος καταστροφήν» ενώ ο ηγέτης των μισθοφόρων Θωμάς προσφωνεί τους συμμαχητές του «Ελλήνων γαρ εσμέν παίδες και βαρβάρων σμήνος ου πτοούμεθα». Τον 16ο αιώνα επίσης ο πρωτονοτάριος του Οικουμενικού θρόνου Θεοδόσιος Ζυγομαλάς ομιλεί συχνά για Έλληνες αλλά και Γραικούς: «της Γραικών βασιλείας αφανισθείσης, πολλοί τα εαυτής διεμερίσθησαν». Το 1662 ο Θωμάς Φλαγγίνης, ο ευπατρίδης που με το κληροδότημά του ιδρύθηκε το περίφημο Φλαγγινιανό Φροντιστήριο της Βενετίας, κάνει λόγο στη διαθήκη του για το «ελληνικό έθνος», πολύ πριν την εμφάνιση των ευρωπαϊκών εθνικιστικών κινημάτων. Το 1681 ο Φρ. Σκούφος δέεται στον Χριστό να «ελευθερώση το ελληνικόν γένος» ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα ο Λέων Αλλάτιος θα δηλώνει περήφανα «τέκνον της Ελλάδος» και «Έλλην». Για την ελευθερία του γένους των Ελλήνων δέεται το 1688 και ο Ηλίας Μηνιάτης στον Πανηγυρικό του Λόγο εις την Θεοτόκον: «Έως πότε πανακήρατε Κόρη, το τρισάθλιον γένος των Ελλήνων έχει να ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Ενθυμήσου πως εις την Ελλάδα πρότερον, παρά εις άλλον τόπον, έλαμψε το ζωηφόρον φως της αληθινής πίστεως.

 

Η νεοελληνική εθνική ιδεολογία ωστόσο, δεν απεμπόλησε ποτέ την ιδέα της αυτοκρατορίας, στην οποία θα δώσει ένα οικουμενικό αλλά ελληνικό περιεχόμενο. Εθνική και βυζαντινή (αυτοκρατορική) ιδέα είναι ένα σχήμα στη συνείδηση του λαού και των λογίων και κάθε απόπειρα να αποχωριστούν είναι καταδικασμένη στη λαϊκή ψυχή καθώς η ενότητα Ορθοδοξίας και Ελληνισμού ζυμώθηκε με αίμα κατά τους αιώνες της δουλείας. Δυστυχώς οι ακραίες ιδεολογικές τάσεις θα αναπτυχθούν και θα επιφέρουν –μετά την Επανάσταση όμως– έναν τραγικό διχασμό του ελληνικού σώματος. Ο γαλλικός διαφωτισμός και η αντιεκκλησιαστική ανάγνωση της Γαλλικής Επανάστασης, με την άκριτη μεταφορά τους στον ελληνικό χώρο, οδήγησαν την πνευματική ζωή του γένους στον διχασμό και στην πόλωση, στη διάσπαση της νεοελληνικής αυτοσυνειδησίας. Προκειμένου να χτυπήσουν την εισβολή αυτής της τάσης του διαφωτισμού (που δεν αφορά συνολικά το μεγάλο αυτό κίνημα) πολλοί ιεράρχες δεν δίστασαν να γίνουν απολογητές του σουλτάνου και της τουρκοκρατίας. Θα επαναληφθεί έτσι το υστεροβυζαντινό φαινόμενο της διαμάχης ανατολιστών- δυτικιστών, εξίσου ξένων προς την αυθεντική εθνική ταυτότητα που επέβαλε ενότητα και προπαρασκευή του αγώνα για την Ελευθερία.

 

Ο λαός που υφίστατο τον καθημερινό εξευτελισμό της δουλείας και δεν είχε την ελπίδα που είχαν κάποιοι Φαναριώτες να σταδιοδρομήσει στην τουρκική διοίκηση, ουδέποτε αισθάνθηκε ή διανοήθηκε καν τα παράφωνα κηρύγματα υποτέλειας και ραγιαδισμού για άλωση τάχα εκ των έσω της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το χάσμα θρησκείας, γλώσσας και πολιτισμού καθιστούσε άλλωστε αδύνατη την επανάληψη του προηγούμενου της αναγέννησης του Ελληνισμού όπως μέσα από τις στάχτες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Απλώς κάποιοι θα αναρριχώνταν σε ανώτατα οθωμανικά αξιώματα. Κι όταν η ελληνική άνοδος γινόταν επικίνδυνη, ο τουρκικός φυλετισμός θα ξυπνούσε, όπως έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα και οι συνέπειες θα ήταν και πάλι ολέθριες. Θα είχαμε στο μεταξύ χάσει εκατό πολύτιμα χρόνια και ο βόρειος ελλαδικός χώρος θα είχε καταληφθεί από τα σλαβικά έθνη που αφυπνίζονταν τον 19ο αιώνα ενώ η Ελλάδα μακαρίως θα περίμενε την κληρονομιά που όμως άλλοι θα είχαν αρπάξει.

 

Σε απόσταση από την αστική- φιλελεύθερη ιδεολογία του Κοραή και των άλλων διαφωτιστών, αλλά και από την εθελοδουλεία του Αθανάσιου Πάριου που φτάνει ως τον σκοταδιστικό απολογητισμό των τυράννων, η εθνική λαϊκή ψυχή θα εκφραστεί μέσα από το έργο και τη μορφή του Ρήγα Φεραίου. Ο Ρήγας εκφράζει διαχρονικά τον διμέτωπο (ήδη από τα τελευταία βυζαντινά χρόνια) αγώνα που συνθέτει τα στοιχεία της δημοκρατικής πολιτικής και θρησκευτικής παράδοσης του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, στο μέσον μεταξύ δυτικιστών και ανατολιστών. Ο Ρήγας, πρόδρομος της Φιλικής Εταιρίας και του κόμματος των καπεταναίων, οραματίζεται τη βαλκανική επανάσταση που θα ιδρύσει την «Ελληνική Δημοκρατία», η οποία, κατά το πρώτο άρθρο του καταστατικού της χάρτη θα είναι «μία, με όλον οπού συμπεριλαμβάνει εις τον κόλπον της διάφορα γένη και θρησκείας». Η γλώσσα, η παιδεία και τα πρότυπα θα είναι όμως ελληνικά. Στον Ρήγα συναντάται η απαρχή, σε επίπεδο διανόησης, του προβληματισμού με γνήσιο λαϊκό φρόνημα, η αυτοπεποίθηση των δημιουργικών δυνάμεων του έθνους για την απελευθέρωση.

 

Αυτή η αυτοπεποίθηση θα εκφραστεί κυριαρχικά από τις δυνάμεις του ένοπλου έθνους, του λαού και των καπεταναίων. Είναι η αφτιασίδωτη εθνική ψυχή μέσα από τη δράση του παπά και του δάσκαλου, του κλέφτη και του αρματολού, του ναύτη και του καραβοκύρη που θα οδηγήσει στην Επανάσταση. Επανάσταση που θα οργανωθεί διαταξικά καθώς στη Φιλική Εταιρεία είναι ενταγμένες όλες οι τάσεις και όλες οι τάξεις. Υπήρχε βέβαια μια ιδεολογική πολυμέρεια που μοιραία παρέπεμπε στο νέο κράτος την συζήτηση για τον χαρακτήρα που αυτό θα είχε. Αλλά η συζήτηση αυτή δεν θα αφορούσε μόνο τους Έλληνες. Θα ενέπλεκε και τα γεωπολιτικά συμφέροντα όλων των Δυνάμεων με συμφέροντα στη Μεσόγειο. Και τούτο θα ήταν το κλειδί των εξελίξεων στον ελληνικό χώρο όχι μόνο τη δεκαετία της Επανάστασης αλλά μέχρι και τις ημέρες μας. Η Φιλική Εταιρία δικαιώθηκε ιστορικά αφού πέτυχε να συνθέσει το εθνικό πρόταγμα των νέων καιρών με το οικουμενικό, αυτοκρατορικό αίτημα της Παράδοσης. Η σύλληψη του Υψηλάντη όμως κι η έλλειψη αδιαμφισβήτητης ηγεσίας στη διάρκεια των επιχειρήσεων θα αποδειχθεί η αχίλλειος πτέρνα της Επανάστασης και παρ’ ολίγον μάλιστα να οδηγήσει στην αποτυχία της.

 

Αν η Επανάσταση δεν χάθηκε τελικά μέσα στα εμφύλια πάθη και τις εξωτερικές ραδιουργίες, δεν το οφείλουμε στην επέμβαση των Δυνάμεων τον Οκτώβριο του 1827. Διότι μέχρι να έρθει εκείνη η ώρα, προηγήθηκαν διαρκείς και κοπιώδεις ηθικές, πολεμικές και διπλωματικές προσπάθειες ώστε να επιτευχθεί η στροφή των ανακτοβουλίων. Κι οι προσπάθειες αυτές ήταν ακατάπαυστες καθώς θεμελιώνονταν σε ένα βαθύ και γενναίο εθνικό αίσθημα. Διότι η Επανάσταση του 1821 δεν υπήρξε μια αιφνίδια εξέγερση. Ήταν απλώς το καθολικότερο και το καλύτερα οργανωμένο από τα αναρίθμητα κινήματα που οι Έλληνες οργάνωσαν κατά την τουρκοκρατία, η ισχυρότερη έκρηξη μιας ακατάβλητης αντίστασης που άρχισε από τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς. Και η επιτυχία του δεν οφείλεται μόνο στην αύξηση της ηθικής και υλικής δύναμης του έθνους αλλά και στην άρτια πανελλαδική οργάνωση. Δεν πρέπει για τούτο να ξεχνούμε την τεράστια προσφορά του Αρχηγού της Επανάστασης Αλέξανδρου Υψηλάντη, τόσο στην προετοιμασία της όσο και στις καίριας σημασίας επιχειρήσεις στη Μολδοβλαχία. Μια προσφορά που ο μικροελλαδισμός δεν θέλησε να αναδείξει στο πραγματικό της μέγεθος.

 

Έχει ιδιαίτερη σημασία και εκπληκτική επικαιρότητα με τη σημερινή συγκυρία η γνώση ενός αρνητικού διεθνούς πλαισίου που μια άλλη νέα τάξη καθόριζε τότε στην Ευρώπη. Η Επανάσταση εκδηλώθηκε λίγα μόλις χρόνια μετά το Συνέδριο της Βιέννης όπου η αντιδραστική Ευρώπη της Ιεράς Συμμαχίας επέβαλλε το νέο status, status εχθρικό προς κάθε φιλελεύθερη εθνικιστική ιδέα. Η ευρωπαϊκή διπλωματία ήταν εχθρική όταν οι Έλληνες τόλμησαν να διεκδικήσουν τα δίκαιά τους. Όμως η ζωτικότητα των Ελλήνων και η γνησιότητα των πόθων τους για την ανεξαρτησία ήταν τόσο ισχυρές που η ευρωπαϊκή αντίδραση μετετράπη σταδιακά σε ανοχή και τελικά στη γνωστή επέμβαση του Ναυαρίνου. Δεν ήταν μια επέμβαση- χάρις. Η ίδια αντίληψη περί σταθερότητας, ανάγκασε τη Δύση μπροστά σ’ ένα λαό αποφασισμένο να μην υποκύψει, ακόμη κι όταν ο Ιμπραήμ ερήμωνε την Πελοπόννησο, να αναζητήσει μια νέα τάξη σταθερότητας που, σε συνδυασμό με τους έξοχους χειρισμούς του Ιωάννου Καποδίστρια, οδήγησε στο έστω μικρό ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Ο Έλληνας μετά από μαρασμό αιώνων είχε δείξει πως ζει, πως δεν ανεχόταν πια τη δουλεία. Έδειχνε πώς ο ελεύθερος άνθρωπος διαλέγει την τύχη του και πώς ο πόθος του μόνο στην Ιδέα υπακούει – αντίθετα με τον σκλάβο που ξεγελιέται με τον χρόνο και κρύβει τις επιθυμίες του. Η ελληνική ελευθερία έγινε έτσι παγκόσμιο σύμβολο της λευτεριάς ξεσηκώνοντας πλήθη φιλελλήνων.

 

Το Εικοσιένα δεν περικλείει όμως μόνο τη Νίκη. Περικλείει και τη Θυσία, τη νίκη του ανθρώπου πάνω στην ανάγκη, την στάση του ανθρώπου που αντιστέκεται στην ομορφιά της ζωής για να καταξιωθεί η Ελευθερία ως Ουσία του. Δείτε το ηθικό χρέος στις καρδιές των πολιορκημένων αγωνιστών του Μεσολογγίου, πώς απαντά στις δυνάμεις της Ανάγκης. Οι Έλληνες, αυτοί οι κατ’ εξοχήν ατομικιστές, οι κατ’ εξοχήν εραστές της ζωής δεν διστάζουν να πεθάνουν. Η βία του Τούρκου μα και του κάθε εχθρού (πείνα, αρρώστια αλλά και οι πειρασμοί του έρωτα και του ξανθού Απρίλη, της σαγηνευτικής φύσης που είναι στην πιο καλή της ώρα) δεν τους μετακινεί βήμα από την προσήλωση στο Ιδανικό. Δεν τους κρατεί ο φόβος, η άγνοια του κινδύνου, ο νόμος ή η ανάγκη. Γνωρίζουν και έχουν συνείδηση αλλά «ηθέλησαν κινδυνεύειν μη μετά νόμων το πλέον ή τρόπων ανδρείας» (Θουκυδ. ΙΙ, 39, 19-20). Και έτσι ελεύθεροι πορεύονται στη θυσία. Κι από εκεί στην Ελευθερία.

 

Τίμησε το νεοελληνικό κράτος αυτό το πνεύμα; Δυστυχώς, πριν στερεώσουμε τις παραδόσεις μας στο νεοελληνικό κράτος, πριν γνωρίσουμε και δοκιμάσουμε τον εαυτό μας στο διεθνές στερέωμα, πριν κατακτήσουμε την εθνική ολοκλήρωση και ανεξαρτησία, παραδοθήκαμε στην πολιτική ωραιολογία της προόδου – που δεν τη θεωρήσαμε σαν πραγματικό προχώρημα της ζωής αλλά την ταυτίσαμε με κάθε νεοφανή ή τυχοδιωκτική εκδήλωση. Θεωρήσαμε την επίκληση του εκσυγχρονισμού όχι σαν μια σύγχρονη μορφή εκτέλεσης των εθνικών μας καθηκόντων αλλά σαν λυτρωτική απαλλαγή από κάθε καθήκον. Γίναμε κοσμοπολίτες πριν γίνουμε πολίτες. Παραδοθήκαμε στο ευρωπαϊκό ταχυδρομείο, σκλάβοι κάθε ξένης φυλλάδας. «Και ό, τι είναι κατά βάθος δειλία, ψεύδος, κενότης, δουλική μίμησις – έγραφε ο Φώτος Πολίτης – επρόβαλεν εδώ ως κήρυγμα και εύρημα διανοιών φωτισμένων».

 

Τα έθνη ζουν και μάχονται για την αυθυπαρξία τους. Αυτό είναι αδιαπέραστο ιστορικό μέγεθος και δεδομένο. Πολιτιστικές μονάδες με ιστορικό και υποστασιακό βάθος, απαραίτητο για την ουσιαστική ύπαρξη του ανθρώπινου όντος αν ο άνθρωπος θέλει να μείνει πρόσωπο με ρίζες και συνείδηση, να μείνει δημιουργός πολιτισμού και να μη ξεπέσει σε απρόσωπο και καταναλωτικό, ηδονοθηρικό υποκείμενο. Χωρίς ουσιαστική σύνδεση με το παρελθόν δεν υπάρχει δημιουργικό μέλλον. Τιμούμε την ευαγγελισμένη γενέθλια Στιγμή του παρελθόντος μας, επειδή θέλουμε να ζήσουμε το μέλλον μας με ταυτότητα. Θέλουμε να είμαστε οι εαυτοί μας και θέλουμε να ζήσουμε κρατώντας αδιάσπαστη την αλυσίδα με τους προγόνους και τους απογόνους μας. Θέλουμε η ζωή και η συνείδησή μας να έχει το ιστορικό βάθος του έθνους μας.

 

Αν θέλουμε λοιπόν να μετέχουμε στον εορτασμό της Παλιγγενεσίας ουσιαστικά και όχι τυπικά, δεν αρκεί να γνωρίζουμε το νόημα εκείνου του αγώνα στο τότε, αλλά να το προβάλλουμε ως πράξη και πρόταση ζωής στο τώρα. Οι προκλήσεις κατά της εθνικής μας κυριαρχίας, είτε αυτές έχουν οικονομική και πολιτική μορφή και προέρχονται από τη Δύση είτε έχουν τη μορφή κατοχής και βίας και προέρχονται από την Ανατολή, θα θέτουν πάντα το ερώτημα αν ζει το Πνεύμα του Εικοσιένα. Για τούτο, το πνεύμα εκείνης της αντίστασης δεν είναι ξένο προς τις προκλήσεις του μέλλοντός μας. Οι συγκλίσεις ετερόκλητων δυνάμεων προκειμένου να χτυπηθεί το εθνικό κράτος, δηλαδή η ίδια η δημοκρατία και οι θεωρίες περί πολυπολιτισμικών κρατών αποτελούν δεινή ασέβεια κατ’ αρχήν προς τους αγωνιστές του Εικοσιένα που με το αίμα τους ίδρυσαν αυτό το κράτος. Και ασφαλώς ο Αγώνας εκείνος δεν επιχειρήθηκε για μια πολυπολιτισμική Ελλάδα αλλά για ένα κράτος ελεύθερο, ενιαίο και θεματοφύλακα τόσο του αρχαίου όσο και του νέου ελληνικού πολιτισμού. Ακόμη κι αν υποθέσουμε όμως ότι έχουν αλλάξει οι ιστορικές συνθήκες, πότε ρωτήθηκε ο ελληνικός λαός (θεμέλιο όλων των εξουσιών, αν θυμούνται ακόμη το Σύνταγμα οι δημοκόποι του πολυπολιτισμού) για να αποφανθεί δημοκρατικά αν θέλει το κράτος του να γίνει πολυπολιτισμικό; Η αντίσταση απέναντι σ’ αυτή τη νέα μορφή βίας είναι ένα άμεσο καθήκον. Η βία δεν έρχεται μόνο σιδερόφρακτη και πολεμική. Συχνά έρχεται μεταμφιεσμένη, υπόσχεται την ευδαιμονία με την υστεροβουλία να αφαιρέσει την αντίσταση της ψυχής πριν συνθλίψει το θύμα της με την εξουσία της. Οι Έλληνες κάποτε ήξεραν να τη διακρίνουν και να αρνούνται τις προσφορές της που δίνονται με μόνο ένα αλλά πανάκριβο αντάλλαγμα, την εκχώρηση της ελευθερίας μας. Αν σήμερα δεν μπορούμε να διακρίνουμε αυτή την απειλή, θα κληθούμε σύντομα να την αντιμετωπίσουμε, όταν θα λάβει σάρκα και οστά και μια νέα, μοντέρνα δουλεία θα μας έχει επιβληθεί.

 

Κάθε άνθρωπος και κάθε λαός γίνεται άξιος της ιστορικής του αποστολής όσο βαθύτερη είναι η ιστορική του συνείδηση. Το μεγαλείο του πολιτισμού ενός έθνους είναι ανάλογο πάντα με την καθαρότητα και το βάθος της μνήμης του. Γι’ αυτό, το Εικοσιένα πρέπει να το θεωρούμε ως ένα από τα πολυτιμότερα στοιχεία του εαυτού μας. Να το τιμούμε όχι μόνο με εορταστικές εκδηλώσεις αλλά με αδιάκοπη ενδόμυχη συλλογή. Είναι βέβαιο άλλωστε πως εκεί θα γυρίζουμε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του εθνικού μας βίου, αναζητώντας το θαύμα της μεγάλης Στιγμής. Γιατί μια μονάχα Στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου ή ενός έθνους μπορεί να αξίζει όσο όλη του η ζωή. Είναι αυτή η Στιγμή του ’21 που γεμίζει τον ιστορικό μας χρόνο και προβάλλει έκτοτε αμείλικτος κριτής. Γιατί το δικαίωμα που μας έδωσε να είμαστε παρόντες σήμερα στην ιστορία, δεν χαρίστηκε εφ’ άπαξ. Μας δημιούργησε ένα χρέος απέναντι στο παράδειγμα ζωής που εκείνη χάραξε.

 

Για όλα αυτά, σήμερα αλλά και κάθε ημέρα στον σκοτεινό κόσμο του μέλλοντος, τιμούμε το Εικοσιένα με μιαν ασίγαστη αγρύπνια μπροστά στη μία, στην αιώνια μοίρα του Ελληνισμού.

 

Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης
Ο Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης είναι Πολιτικός Επιστήμων, υποψήφιος Δρ. Γεωπολιτικής και απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Έλαβε εξειδίκευση στην Πολιτική Επικοινωνία και Ανάλυση, ενώ έχει διατελέσει επικοινωνιακός σύμβουλος και Campaign Manager. Εργάζεται στον ναυτιλιακό κλάδο. Κατέχει δύο μεταπτυχιακούς τίτλους από το Cardiff University και το Institute of Chartered Shipbrokers με εξειδίκευση στη Ναυτιλιακή Πολιτική και στην επίλυση ναυτασφαλιστικών διαφορών. Είναι Ιδρυτής και Συντονιστής του Δικτύου Ελλήνων Συντηρητικών, είναι τακτικός αρθρογράφος στην εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, στην εφημερίδα Δημοκρατία και επιστημονικός συνεργάτης της μηνιαίας επιθεώρησης «Νέα Πολιτική».

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Ακολουθήστε μας

0ΥποστηρικτέςΚάντε Like
0ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
762ΑκόλουθοιΑκολουθήστε
7,310ΣυνδρομητέςΓίνετε συνδρομητής
- Διαφήμιση -spot_img

ΤΑ ΠΙΟ ΠΡΟΣΦΑΤΑ