Το σκίτσο που κοινοποίησε ο κύριος Μόσιαλος δεν προσβάλλει την Παναγία διότι δε θα επρόκειτο για Παναγία αν ο κάθε κύριος Μόσιαλος είχε τη δύναμη να την προσβάλλει με μια ακόμη αναίδεια στα πλαίσια της “σάτιρας” που “δεν έχει όρια”.
Ούτε τη χριστιανική πίστη εν γένει προσβάλλει διότι πίστη που κλονίζεται από τα “προοδευτικά” επιφαινόμενα της υπερηφάνειας του κάθε κύριου Μόσιαλου είναι κι η ίδια υπερήφανη, κι αυτό σημαίνει πως είναι πίστη ρηχή και οπαδική (όπως αυτή που γίνεται εργαλείο εθνικιστικής πώρωσης και κοινωνικού ρατσισμού, ενδημική στην ελληνική κοινωνία), συνεπώς όχι αληθινή χριστιανική πίστη.
Μόνο τον εαυτό του προσέβαλε ο κύριος Μόσιαλος κοινοποιώντας αυτό το σκίτσο. Πρώτα απ’ όλα, επειδή “όποιος κοροϊδεύει, κοροϊδεύει τον εαυτό του” όπως πολύ απλά αλλά και πολύ σοφά λέγαμε στο σχολείο. Κι έπειτα, επειδή δεν είναι τίποτα περισσότερο από επίδειξη θρασυδειλίας το να ασκείς το “δικαίωμα της σάτιρας” μόνο εκεί που ξέρεις ότι σε παίρνει να το κάνεις, εκεί που υπάρχει σιγουριά ότι δε θα υποστείς καμία συνέπεια σε προσωπικό και σε πολιτικό επίπεδο κι ότι έχεις λαμβάνειν τα εύσημα των “προοδευτικών“. Θρασυδειλία είναι το να “σατιρίζεις” τον Χριστιανισμό γνωρίζοντας ότι δεν παίζεται το κεφάλι σου, κάτι που θα συνέβαινε (και όχι μόνο μεταφορικά… ) αν είχες κάνει “χιούμορ” με άλλη θρησκεία π.χ. με το Ισλάμ…
Λίγο καιρό πριν αποκεφαλιστεί ο καθηγητής Σαμιέλ Πατί στη Γαλλία επειδή παρουσίασε σκίτσα του Μωάμεθ σε μάθημά του, ένας εγχώριος “ακτιβιστής” είχε αναρτήσει στο Facebook φωτογραφία, στην οποία πόζαρε γυμνός, καλύπτοντας τα επίμαχα σημεία με μια χριστιανική εικόνα – φίλοι του είχαν δηλώσει ότι “τους αρέσει” η φωτογραφία, υπήρξε μάλιστα και σχόλιο “αυτό θα πει τέχνη!“. Μετά τη φρικτή είδηση σκέφτηκα πως θα ηταν προς τιμήν του “ακτιβιστή” να ζητήσει συγγνώμη και να παραδεχτεί με ευγνωμοσύνη πως η χριστιανική κοινότητα όσα κουσούρια και να ‘χει, άτομα που θα πάρουν ένα τσεκούρι για να αποκεφαλίσουν ιερόσυλους στους κόλπους της κατάφερε να μην έχει.
Και στις δύο περιπτώσεις, εγώ θα ντρεπόμουν να φανώ τόσο δειλός, τόσο τζάμπα “προοδευτικός”. (Δε λέω ότι δεν έχω ντραπεί για άλλα πράγματα που έχω κάνει, λέω απλά ότι θα είχα ντραπεί και γι’ αυτό αν το είχα κάνει.) Επίσης θα ντρεπόμουν να φανώ τόσο απίστευτα ανίκανος να προβαίνω σε αναλογικούς συλλογισμούς ή τόσο απίστευτα χυδαίος ώστε να προβαίνω εν γνώσει μου σε τόσο χονδροειδείς παραλογισμούς – γιατί ξέρω τι χάπατα έχω για πολιτικό ακροατήριο! – σαν τον ευρωβουλευτή που εξομοίωσε τη λεκτική άμυνα από μέρους της Εκκλησίας και των πιστών με τις εκτελέσεις των δημοσιογράφων και σκιτσογράφων του Charlie Hebdo – ή “έστω” με τη λίστα των δυτικών προσωπικοτήτων που “καταζητούνταν ζωντανές ή νεκρές για εγκλήματα κατά του Ισλάμ”, που είχε εκδοθεί πριν από την τρομοκρατική επίθεση.
Αυτό που δικαιολογημένα θυμώνει τον μέσο Έλληνα ορθόδοξο πιστό – αλλά θα έπρεπε να τον θυμώνει απαθώς, και με το θυμό στραμμένο προς τη συμπεριφορά και όχι προς το πρόσωπο – δεν είναι η ανούσια ουσία της ανάρτησης – το εγχείρημα δηλαδή ενός ανθρώπου να χλευάσει το γεγονός της ενανθρώπισης του Θεού – αλλά το ότι πάντοτε οι δικές του σταθερές, μεταξύ των οποίων και η θρησκευτική πίστη, είναι αυτές που ρίχνονται βορά στον “προοδευτισμό”. Πάγια απατεωνιά πέρα από θρασυδειλία – κατά μία έννοια κάθε απάτη συνεπάγεται και δειλία μπροστά στις δυσκολίες που ενέχει ο έντιμος δρόμος: το να παρουσιάζονται οι προπαγανδιστικοί χλευασμοί ως “σάτιρα”.
Η “προοδευτική σάτιρα” σε μόνιμη βάση “διακωμωδεί”, “καυτηριάζει”, “απομυθοποιεί” ό,τι σχετίζεται με παραδοσιακές, θα λέγαμε, ελληνικές ιδιοσυστασίες όπως είναι η Ορθοδοξία. Το ζήτημα δεν είναι ότι στους κόλπους της τελευταίας δεν υπάρχουν στοιχεία που επιδέχονται όχι απλά κριτική αλλά και καταγγελία. Αλλά ότι δε θα αναπαραγόταν ποτέ – τουλάχιστον από ένα άτομο που κινείται στα πλαίσια του ευρέως αναγνωρισμένου ως πολιτικά ορθού – σκίτσο το οποίο θα παρίστανε έναν 25χρονο οικονομικό μετανάστη να λέει ποζάροντας στις κάμερες “οτι είμαι ασυνόδευτος ανήλικος πρόσφυγας όμως ε; αμάσητο το κατάπιατε”. Ή μια δημοσιομανή εριστική περσόνα να λέει δίνοντας συνέντευξη στο μεσημεριανάδικο “ότι κάνω ακτιβισμό για τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα όμως ε; αμάσητο το κατάπιατε”. Ή κάτι αντίστοιχο αναφορικά με τις απολαύσεις που σύμφωνα με το Ισλάμ περιμένουν τους μαχητές της πίστης στον παράδεισο.
Όποιος προτίθεται να κάνει σάτιρα πρέπει πρώτα απ’ όλα να γνωρίζει ότι οφείλει να διαλέξει σαν θέμα κάτι “δικό του”, που προσδοκά να βελτιώσει, όχι κάτι “ξένο” το οποίο αντιμετωπίζει με αδιαφορία ή αποστροφή – έτσι κατά μία έννοια βάλλει και κατά του ίδιου του εαυτού του, επιδεικνύοντας ανδρεία. Το ερώτημα είναι πώς ορίζει κάποιος το “δικό του” και το “ξένο”: ως προς τη θρησκεία, για κάποιον που διαμένει στο γεωγραφικό χώρο που λέγεται Ελλάδα αλλά δεν έχει εγκολπωθεί μια από τις παραδοσιακές πολιτισμικές ορίζουσες αυτού του χώρου όπως είναι η Ορθοδοξία, “δικός του” είναι ο άθεος στην άλλη άκρη της Γης και “ξένος” ο χριστιανός ορθόδοξος στον επάνω όροφο. Δεν έχω εικόνα του πώς εκφράζεται πρακτικά στον υπόλοιπο κόσμο η υποστήριξη στις θεωρίες του διεθνισμού και της αντιθρησκευτικότητας, έχω παρατηρήσει όμως πως για τους φιλελεύθερους και για τους αριστερούς στην Ελλάδα μπορεί όλοι οι εθνισμοί κι όλες οι θρησκείες να είναι … κακά πράγματα, αλλά ο ελληνικός εθνισμός και η Ορθοδοξία είναι τα χειρότερα. Συνεπώς κατά μία έννοια περισσότερο “δικό τους” είναι… το Ισλάμ, κι αν ήθελαν σώνει και καλά να σατιρίσουν μια θρησκεία, αυτό θα νομιμοποιούνταν ηθικά να περιλάβουν – αν τολμούσαν (η θρασυδειλία που λέγαμε…).
Όταν η σκωπτική διάθεση έχει μονίμως στο στόχαστρο τις ίδιες και τις ίδιες θεωρητικές αρχές, αξίες, στάσεις, απόψεις, συγκινήσεις δε λέγεται “σάτιρα”, λέγεται … οδηγίες για το πώς πρέπει να σκεφτεί, να νιώσει, να πράξει – έως και να βήξει – κανείς εάν δε θέλει να γίνει κι ο ίδιος αντικείμενο χλεύης (στην καλύτερη περίπτωση).
Η επιλογή των στοιχείων της παράδοσης που επιδέχονται σάτιρα και αμφισβήτηση πρέπει να γίνεται με διάκριση και τα εκ των ων ουκ άνευ της όποιας θρησκείας σίγουρα δε συγκαταλέγονται σε αυτά, διότι κανείς δε θα μπορούσε να τα υπερασπιστεί με όπλα της ανθρώπινης λογικής, σε μία αντιπαράθεση με όρους ανθρώπινης λογικής.
Κανένας κύριος Μόσιαλος δε θα τολμούσε να κάνει “χιούμορ” με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ή με το Ολοκαύτωμα. Δεν υφίσταται κοινωνικός ιστός χωρίς ταμπού, γιατί πρόκειται για τις διασυνδέσεις που τον οριοθετούν χάρη στις οποίες δεν ξηλώνεται – δε μετατρέπεται από κοινωνικός ιστός σε κοινωνικό κουβάρι. Όσοι λένε πως τα απεχθάνονται και πως χαίρονται να τα βλέπουν καταπατημένα, εννοούν τα ταμπού των άλλων, που για τους ίδιους είναι ασύμφορα και δυσάρεστα.
Ιστότοπος εφημερίδας που στήριξε και στηρίζει το κόμμα που ανήγαγε τον ανορθολογισμό (το παραντούρισμα της “ελπίδας” και της “περηφάνιας”) σε πολιτική θεωρία την οποία και εφάρμοσε, χαρακτήρισε τις αντιδράσεις της Εκκλησίας και των πιστών ως “ανορθολογισμό” … Βέβαια η Ορθοδοξία – οπως και κάθε θρησκεία – εξ ορισμού δεν αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσης την ανθρώπινη λογική σκέψη (δηλαδή τον ορθολογισμό)…
Παρεμπιπτόντως, αυτοί οι πολιτικοί και οι δημοσιογράφοι που ζητούν στην ουσία από την Εκκλησία να απαρνηθεί τη Λογική του Θεού και να την αντικαταστήσει με την ανθρώπινη, είναι οι ίδιοι που ενώπιον και του παραμικρού πολιτικού ζητήματος, ευθέως ή πλαγίως, υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει μία ανθρώπινη λογική αλλά πολλές, πως η κάθε ιδεολογία παράγει τη δική της – κι η κάθε ψυχοπαθολογία, θα προσέθετα εγώ. Ακόμη και η αποκομιδή των σκουπιδιών διέπεται από δύο τουλάχιστον λογικές όπως όλοι θυμόμαστε, τη μνημονιακή και την αντιμνημονιακή.
Αν κάποιος έκανε “χιούμορ” με τους τρεις φονευθέντες που αγιοποίησε η Αριστερά την τελευταία 15ετία – εις επίρρωση της δικής της θεοποίησης – δε θα έβρισκε ούτε χλωρό ούτε ξερό κλαδί για να σταθεί.
Και βέβαια επιτρέπεται να κάνει κάποιος “χιούμορ” με την Παναγία αποκαλώντας την εμμέσως σχεδόν πόρνη. Η Παναγία είναι, δεν είναι η Φώφη Γεννηματά! Για να διαπομπευθεί όπως διαπομπεύθηκε ο δημοσιογράφος που τόλμησε, όχι να αναφερθεί στη μνήμη της ως προσώπου, αλλά να επισημάνει με χοντροκομμένο τρόπο – για τον οποίο μόνο ένας υποκριτής θα αρνιόταν ότι είναι σήμερα ο κατ’ εξοχήν κριτικός και “δημοσιογραφικός” τρόπος – μια χοντροκομμένα τραγελαφική πολιτική πραγματικότητα.
Φυσικά ο δημιουργός και όσοι διέδωσαν το σκίτσο θα αρνηθούν πως με το “χιούμορ” τους είχαν ως στόχο να αποδώσουν στην Παναγία έναν τόσο βαρύ χαρακτηρισμό. Ωστόσο, πρώτα απ’ όλα, στις πολιτισμένες κοινωνικές σχέσεις είθισται πριν ξεστομίσουμε ένα “αστείο” να λαμβάνουμε υπόψη κατά πόσο υπάρχουν ανάμεσα στους αποδέκτες και κάποιοι που – για υπαρξιακούς και μόνο λόγους – δεν έχουν το περιθώριο να το εκλάβουν ως τέτοιο.
Αν αυτό που λέω ακούγεται παράλογο στους “προοδευτικούς χιουμορίστες” δεν έχουν πάρα να μας εξηγήσουν γιατί ορισμένα “αστεία” τα χαρακτηρίζουμε ως ρατσιστικά, σεξιστικά και εξευτελιστικά για τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ, τους ανάπηρους, τους παχύσαρκους και διάφορες άλλες κατηγορίες ατόμων με διακριτά φυσικά ή κοινωνικά χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με όσα λένε για το συγκεκριμένο σκίτσο και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν, όλα τα παραπάνω θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται απλώς ως “χιούμορ” από τη στιγμή που αφενός αυτοί που τα λένε δηλώνουν ότι ως “χιούμορ” τα λένε και όχι έχοντας ως πρόθεση την προσβολή, αφετέρου υπάρχει κοινό που πράγματι τα εκλαμβάνει ως “χιούμορ” και μάλιστα ξεκαρδίζεται.
Όπως έχει προϋποθέσεις η καταξεφτιλισμένη σήμερα σάτιρα – όπως είπαμε παραπάνω όποιος την ασκεί κανονικά προσδοκά να βελτιώσει αυτόν που σατιρίζει και όχι να τον κάνει να ψάχνει τρύπα να κρυφτεί – έχει και η γενικότερη κατηγορία που λέγεται χιούμορ. Για να μπορεί να χαρακτηρισθεί κάτι ως χιούμορ πρέπει να εμφαίνεται ότι προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας υποτυπώδους ποσότητας πλεονασματικής ευφυΐας – θα έλεγε κάνεις πως αν κάτι από αυτά που προϋποτίθενται για να εκφραστεί κανείς με χιούμορ είναι υποκειμενικό, αυτό μάλλον είναι η καλαισθησία.
Η αυξημένη ευφυΐα του χιουμορίστα έγκειται στην ικανότητά του να επινοεί ή να καταδεικνύει τα ευτράπελα συσχετίζοντας με τη φαντασία στοιχεία τα οποία μια λογική αδυνατεί να συσχετίσει – αν και διέπει το καθένα τους. Πρόκειται για στοιχεία που ανήκουν στο ίδιο λογικό σύμπαν. Δε μπορεί να γίνει συσχέτιση – άρα και “χιούμορ” – μεταξύ ενός στοιχείου που επαληθεύεται ή διαψεύδεται από την ανθρώπινη λογική (την επιστήμη) και ενός στοιχείου που ορίζεται μόνο μέσα στο σύμπαν της Λογικής του Θεού.
Δηλαδή, στο συγκεκριμένο σκίτσο, της παράλογης μη αναγνώρισης ενός φυσικού γεγονότος όπως είναι ο υιός (ή έστω της παράλογης απόλυτης καχυποψίας έναντι των αρμοδίων παγκοσμίως) και της υπέρλογης πίστης σε ένα θαύμα όπως είναι η υπέρ φύσιν σύλληψη του Ιησού. Όταν προσπαθείς να συσχετίσεις τα άσχετα, προφανώς προσπαθείς και να τα εξισώσεις, σε αυτήν την περίπτωση επί τα χείρω, να τα κατατάξεις αμφότερα στο σύμπαν του παραλογισμού.
Και από την άλλη, καμία φαντασία δε χρειάζεται για να κάνει κανείς αυτήν την αναλογία. Ακόμη κι ένας προέφηβος θα μπορούσε να τη σκεφτεί (ή να τη θεωρήσει τόσο μεγάλη εξυπνάδα και να τη διαδώσει…), αρκεί να ‘χε μεγαλώσει σε άθεο ή αλλόθρησκο αντιχριστιανικό περιβάλλον. Όσοι γελούν, δε γελούν γιατί κάνατε “χιούμορ” κύριε Μόσιαλε, γελούν από κακεντρέχεια, γιατί χλευάσατε κάτι που οι ίδιοι λίγο-πολύ αντιπαθούν (το καθ’ αυτό νόημά του ή τους μηχανισμούς κοινωνικής διευθέτησης που εδράζονται στην ιερότητα που του αποδίδεται).
Σε τελική ανάλυση, αν το καλοσκεφτούμε, η “σάτιρα” παραέχει όρια κι αυτά είναι τα συμφέροντα του “σατιρίζοντος” – υλικά και άυλα. Ειδάλλως πώς να εξηγήσει κάνεις ότι πάντα τη σταματάει λίγο πριν αρχίσει να του κοστίζει περισσότερο απ’ όσο τον ωφελεί; Τον συμφέρει να ισχυρίζεται πως δεν υπάρχουν όρια γιατί έτσι μπορεί ο ίδιος να προσποιείται τον ατρόμητο, τον αδέσμευτο, τον ανιδιοτελή, ότι επιλέγει ως στόχους όχι όσους δε μπορούν να τον βλάψουν αλλά εκείνους που “αντικειμενικά το αξίζουν”. Και επειδή ακριβώς “αντικειμενικά το αξίζουν” γνωρίζουν πολύ καλά πως αν τολμήσουν να διαμαρτυρηθούν θα ετικετοποιηθούν ως “εχθροί της ελευθερίας του λόγου κλπ”.
Παρεμπιπτόντως, όποιος δεν μπορεί να ξεχωρίσει το χιούμορ απ’ τον χλευασμό, σίγουρα δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε το “πείραγμα” απ’ το bullying, οπότε καλύτερα να ξεχάσει ό,τι έχει να κάνει με παιδιά – και πρώτα απ’ όλα το να κάνει τα δικά του.
Για να το ελαφρύνουμε λίγο, ας το πάμε στο κομματικό – δηλαδή σε κάτι εξ ορισμού ελαφρύ. Λες κι ο κύριος Μόσιαλος το έκανε επίτηδες! Όσο αχαλίνωτος αντικληρικαλιστής και να ‘σαι, δε χρειάζεται ιδιαίτερη οξυδέρκεια για να προβλέψεις ότι κάνοντας κάτι τέτοιο θα βρεθείς σε δυσαρμονία με τη φυσιογνωμία, αν όχι της κυβέρνησης που σε διόρισε στη θέση που υπηρετείς, πάντως σίγουρα με αυτή που έχει – τουλάχιστον τυπικά – το κόμμα στο οποίο αυτή η κυβέρνηση στηρίζεται.
Ένας συνωμοσιολόγος ίσως σκεφτόταν ότι ο ίδιος ο κύριος Μητσοτάκης ζήτησε από τον κύριο Μόσιαλο να κάνει την ανάρτηση ώστε, μη αποπέμποντάς τον και παρουσιαζόμενος ως “εγγυητής” της “ελευθερίας του λόγου κλπ”, να κάνει επίδειξη φιλελευθερισμού, “προοδευτισμού” και … “κεντρισμού”. Άλλος συνωμοσιολόγος ίσως σκεφτόταν οτι ο ίδιος ο κύριος Μόσιαλος επεδίωξε ανεπιτυχώς την αποπομπή του ώστε να επιστρέψει με πιο … κομψό τρόπο – λόγω… μείζονος ιδεολογικής διαφωνίας επί ζητημάτων που αφορούν στη λειτουργία της Δημοκρατίας ΜΑΣ, όχι μετά από κομματικό μπουγαδοκαβγά – στα παλιά του λημέρια τώρα που … ένα αστέρι γεννήθηκε (μπορεί από τον κομματικό σωλήνα να μπήκε κατευθείαν στη μιντιακή θερμοκοιτίδα, πάντως μια φορά γεννήθηκε).
Καλή χρονιά – και με λιγότερη “σάτιρα”!
Αν και δεν το βλέπω… Έτσι πάει. Πρώτα καταργούνται τα όρια, μετά αλλοιώνονται οι ορισμοί και μετά σκοτεινιάζει για πάντα ο ορίζοντας…