Καθώς ο Συντηρητισμός έρχεται δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο όλων των Δυτικών χωρών και γίνεται προσπάθεια αποκρυστάλλωσης του μηνύματός του στη σύγχρονη εποχή, είναι κατάλληλη η στιγμή να γίνει λόγος για ένα ζήτημα που αναφέρεται συχνά μόνο ως παρεμπίπτον ζήτημα στις σχετικές συζητήσεις: Πώς θα λειτουργούσε η οικονομία σε ένα συντηρητικό κόσμο; Ποιο οικονομικό σύστημα είναι συνεπέστερο προς τις αρχές και τα πιστεύω του Συντηρητισμού;
Με βάση την εμπειρία
Ο Συντηρητισμός οικοδομείται πάνω στη βάση της εμπειρίας, της ατομικής ευθύνης και του ηθικού χαρακτήρα. Μπορεί αρχικά να ακούγεται παράδοξο, ειδικά ενόψει της κακής φήμης που έχει αποκτήσει στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, αλλά τα θεμέλια αυτά τα μοιράζεται ο Συντηρητισμός με τον Καπιταλισμό. Με άλλα λόγια, η φυσική προέκταση μιας συντηρητικής κοινωνίας, είναι μια καπιταλιστική οικονομία.
Στη συντηρητική κοσμοθεώρηση η εμπειρία κατέχει μοναδική θέση. Ένας Συντηρητικός, δεν είναι συντηρητικός, επειδή του αρέσουν τα παλιά πράγματα· ο όρος δεν είναι δηλωτικός της προς τα πίσω πορείας, αλλά του τρόπου αντίληψης της πραγματικότητας και κατά συνέπεια της συμπεριφοράς που είναι εκάστοτε ενδεδειγμένη. Συντηρητικός θα πει μάλλον επιφυλακτικός, παρά αναχρονιστικός. Όπως λοιπόν, στα κοινωνικά και ηθικά ζητήματα, ο Συντηρητισμός είναι πολύ σκεπτικός ως προς τις καινοτομίες, έτσι και στην οικονομία, θα ήταν εντελώς ανάρμοστο για μια συντηρητική κοινωνία ακόμα και να ασχοληθεί με παράτολμους πειραματισμούς, που σχεδόν βέβαια θα οδηγήσουν σε προβλήματα, ακόμα και σε καταστροφές. Αυτό πρακτικά σημαίνει δυο πράγματα:
Ελευθερία σημαίνει ισχύς
Πρώτον, δεν μπορεί ο συντηρητισμός να ακολουθήσει κάποιο καινοφανές οικονομικό σύστημα, που δεν στηρίζεται σε σταθερές θεωρητικές και ιστορικές-εμπειρικές βάσεις. Δεύτερον, ανάμεσα στα ήδη δοκιμασμένα συστήματα, θα πρέπει να προκριθεί εκείνο που δοκιμασμένα απέδωσε τους περισσότερους καρπούς. Άν κανείς κοιτάξει τα ιστορικά δεδομένα, θα παρατηρήσει ότι, πέρα πάσης αμφιβολίας, όσο πιο ελεύθερη ήταν μια οικονομία, τόσο ισχυρότερη ήταν. Η Βρετανική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα και οι ΗΠΑ μέχρι και σήμερα (αν και όχι στον ίδιο βαθμό με παλαιότερα) αποτελούν, ίσως, τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα. Αλλά και μικρότερες και φτωχότερες από άποψη φυσικών πόρων χώρες, όπως λ.χ. η Ολλανδία ή η μακρινή Ν. Κορέα, απολαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, σε σχέση με μεγάλες και γεμάτες από φυσικό πλούτο χώρες, όπως λ.χ. η Βενεζουέλα. Έτσι και η Ελλάδα, όποτε στράφηκε προς τη θάλασσα και το εμπόριο, το οποίο για πολλούς είναι ο φυσικός της χώρος, δημιούργησε αυτοκρατορίες και κατέκτησε το κόσμο, αν όχι πάντοτε στρατιωτικά, σίγουρα πολιτιστικά.
Φορέας της ηθικής το άτομο
Δεύτερη σημαντική συντηρητική θέση, είναι ότι φορέας ηθικών αξιών και υψηλών ιδανικών μπορεί να είναι μόνο το άτομο. Η ιστορία του έθνους είναι η ιστορία των προσωπικοτήτων του· όχι των τάξεων, των κομμάτων ή άλλων «συλλογικοτήτων». Γι’αυτό καθένας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ελεύθερος να θέσει τους στόχους της ζωής του και να τους κυνηγήσει με όποιο μέσο θεωρεί προσφορότερο. Η γενική αυτή πίστη στην ατομική ελευθερία, δεν θα μπορούσε να μην εκφράζεται και στον τομέα της οικονομίας. Το ζήτημα δεν έχει να κάνει μόνο με την θεωρητική συνέπεια. Η γενική κοινωνική και πολιτική ελευθερία του ατόμου θα ήταν κενό γράμμα, αν καθένας δεν είχε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα δικά του μέσα για την επιδίωξη αυτών των σκοπών. Όπου το Κράτος, το κόμμα, η «Επιτροπή» ή ακόμα και μια μικρή κλίκα ολιγαρχών, μπόρεσε να ελέγξει τα οικονομικά μέσα, μπόρεσε ουσιαστικά να καθορίσει το ποιοι στόχοι θα πραγματοποιηθούν και ποιοι όχι. Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, οι πόροι είναι ελεύθερα εκμεταλλεύσιμοι και μεταβιβάσιμοι, με αποτέλεσμα, τον κατακερματισμό και την αποκέντρωση της οικονομικής και κατ’επέκταση της πολιτικής ισχύος. Έτσι, επιχειρηματικός φορέας μπορεί να είναι μόνο ο ιδιώτης, ο οποίος, σημειωτέον, διακινδυνεύει τα δικά του χρήματα και όχι εκείνα που βίαια απέσπασε από τους συμπολίτες του.
Συγκρούονται Έθνος και Καπιταλισμός;
Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφερθεί και κάτι ακόμα. Για πολλούς οι δύο αυτές ελευθερίες, η γενική και η οικονομική, όχι μόνο δεν αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά είναι εντελώς ασυμβίβαστες. Έθνος και Καπιταλισμός, λένε, έρχονται σε ευθεία σύγκρουση. Είναι αδύνατον να δοθούν απαντήσεις στις πολλές και εν πολλοίς λογικοφανείς ενστάσεις αυτού του είδους, χωρίς να φύγουμε από το θέμα που συνοπτικά αναλύουμε δια του παρόντος. Θα αρκεστούμε μόνο σε ένα ιστορικό παράδειγμα, ενθυμούμενοι την αξία της εμπειρίας για τον συντηρητικό άνθρωπο: Χωρίς τις οικονομικές ελευθερίες του Καπιταλισμού, δεν θα είχαν ποτέ γεννηθεί οι μεγάλοι έμποροι και εθνικοί ευεργέτες του 19ου και 20ου αιώνα (για να μην ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν). Το έθνος δεν θα είχε ποτέ αποκτήσει ένα Ζάππα, ένα Βαρβάκη ή έναν Αβέρωφ, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ιστορία του.
Μια ακόμη παραδοχή σχετικά με την ατομική ελευθερία, είναι ότι κάθε άτομο έχει διαφορετικές δυνατότητες από κάθε άλλο, είτε επειδή τις κληρονόμησε από τη φύση, είτε επειδή τις απέκτεισε από την εμπειρία. Κατά συνέπεια, αν αφεθεί ελεύθερο να τις αξιοποιήσει, θα προκύψουν πολύ διαφορετικά και πιθανότητα άνισα αποτελέσματα. Η παραδοχή αυτή ισχύει στο πνευματικό-ηθικό κομμάτι για τον Συντηρητισμό, όσο ισχύει στο υλικό για τον Καπιταλισμό. Οι οικονομικές ανισότητες είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της διαφορετικής εργατικότητας, προσαρμοστικότητας και εφευρετικότητας, ενιότε, είναι αλήθεια, και της τύχης, των επιχειρηματιών. Δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να είναι περισσότερο κατακριτέες, από τις πνευματικές. Το να κατακρίνεται κάποιος επειδή είναι πολύ πλούσιος, δεν είναι καθόλου διαφορετικό από το να κατακρίνεται επειδή είναι πολύ έξυπνος, όπως έγινε συστηματικά στις χώρες του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Βέβαια, περιπτώσεις όπως τα καρτέλ ή οι κρατικές επιδοτήσεις σε ολιγάρχες δεν είναι σπάνια φαινόμενα, αλλά δεν αφορούν τον υγιή Καπιταλισμό που μας απασχολεί προς το παρόν, δεδομένου ότι και τα δύο φαινόμενα προκύπτουν με την ανοχή ή την πρωτοβουλία της εκάστοτε κυβέρνησης, η οποία επιδιώκει το ώφελος των ευνοούμενών της.
Ο καπιταλισμός και οι δύο όψεις της ηθικής του
Τελευταίο επιχείρημα σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση, είναι ο βαθιά ηθικός, με βάση πάντα τη συντηρητική ηθική, χαρακτήρας του ίδιου του καπιταλισμού. Η ηθικότητα αυτή έχει δύο όψεις.
Αφενός, σε μια ελεύθερη αγορά, ο μόνος τρόπος να πωληθεί ένα προϊόν ή μια υπηρεσία είναι να καλύπτει αυτό μια ανάγκη ή μια επιθυμία του αγοραστικού κοινού. Κανείς πωλητής δεν μπορεί να εξαναγκάσει τον αγοραστή να αγοράσει από αυτόν. Πρέπει αναγκαστικά να λάβει υπόψη και τους δικούς του όρους και να βρεθεί ένας συμβιβασμός τιμής πώλησης και εμπορικού κέρδους. Με άλλα λόγια, ο Καπιταλισμός αναγνωρίζει το ιδιοτελές κίνητρο της απληστείας του ενός και το αναγκάζει να ικανοποιηθεί, μόνο εξυπηρετώντας τον άλλον.
Αφετέρου, κάθε άνθρωπος που έχει δραστηριοποιηθεί στις συναλλαγές, γνωρίζει πολύ καλά την αξία του «ονόματος». Η αξιοπιστία είναι το ισχυρότερο νόμισμα του οποιουδήποτε επιχειρηματία. Στα πλαίσια του ανταγωνισμού για αυτό το νόμισμα, δεν μένει παρά ελάχιστος χώρος για εκκεντρικούς και ασόβαρους χαρακτήρες. Όποιος δεν ξέρει να κρατά τον λόγο του, να τηρεί τις προθεσμίες και εν γένει τα συμφωνηθέντα, όποιος δεν είναι ακέραιος και άδολος, σύντομα θα βρεθεί εκτός αγοράς. Κανείς δεν θα θέλει να συνάψει οικονομικές σχέσεις μαζί του, είτε κλείνοντας μια επιχειρηματική συμφωνία, είτε προσλαμβάνωντάς τον ως υπάλληλο. Αλλά και άλλες αρετές, όπως λ.χ. η εγκράτεια και η αυτοπειθαρχία απέναντι στις απολαύσεις, είναι κατά βάση αναγκαίες, αφού διαφορετικά ποτέ δεν θα σχηματισθεί το απαραίτητο επενδυτικό κεφάλαιο ή οι αποταμιεύσεις για την ώρα ανάγκης. Επιπλέον, αφού καθένας διακινδυνεύει τα δικά του χρήματα και το δικό του όνομα, δεν υπάρχει και χώρος για ανόητες διακινδυνεύσεις και ανοίγματα· η επιμέλεια, η προνοητικότητα, η επιφυλακτικότητα, με μια λέξη ο Συντηρητισμός, επιβάλλεται σταδιακά στον ατομικό χαρακτήρα. Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί ότι το καθεστώς του ανταγωνισμού, θέτει καθέναν ενώπιον της πραγματικότητας και αποτελεί το ισχυρότερο επιχείρημα κατά της θυματοποίησης που τόσο έντεχνα διαδίδεται σήμερα ως αφήγημα. Όταν εξαφανιστούν οι διάφορες επιδοτούμενες ΜΚΟ και οι κρατικές παρεμβάσεις «κατά των διακρίσεων», πολλοί είναι εκείνοι που θα βρεθούν προ του διλήμματος και να διαλέξουν τι είναι πιο σημαντικό: η «ιδιαιτερότητά» ή η επιβίωσή τους;
Η μάχη των ιδεών είναι καθολική
Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, γίνεται φανερό, ότι ο Καπιταλισμός αποτελεί την συνέχεια του Συντηρητισμού στον οικονομικό τομέα. Αντιθέτως, τα διάφορα μοντέλα κεντρικού σχεδιασμού, συμπορεύονται αναγκαστικά με την αριστερή, αντεθνική και εν γένει μηδενιστική ιδεολογία και κοσμοθεώρηση. Δεν είναι τυχαίο ότι και στη βιβλιογραφία οι σοσιαλιστές οικονομολόγοι αναφέρονται ως «προοδευτικοί», ενώ οι καπιταλιστές ως «κλασσικοί». Δεν είναι, επίσης, τυχαίο, ότι κάθε τι που το κράτος απέκοψε από την αγορά, μετεξελίχθηκε σε άνδρο του σοσιαλισμού. Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια είναι μόνο τα προφανέστερα (αν και ίσως τα σημαντικότερα) παραδείγματα. Η μάχη των ιδεών είναι από τη φύση της καθολική, αφορά, δηλαδή, όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, και κατά τούτο θα ήταν μεγάλη αστοχία και παράλειψη, αν το έδαφος που κερδίζεται στον πολιτικό-κοινωνικό τομέα, το αντιστάθμιζαν οι ήττες στον οικονομικό τομέα.