Η κυρίαρχη προσέγγιση των πολιτικών τεκταινομένων στην Τουρκία τα τελευταία χρόνια είναι κατά βάση μανιχαϊστική. Από την μία έχουμε τους οπαδούς της Ελληνοτουρκικής φιλίας που δρούν ως γκρούπις της γείτονας χώρας και προσπαθούν να μας πείσουν ότι οι Τούρκοι είναι οι καλύτεροι γείτονες που θα μπορούσαμε να έχουμε ή τουλάχιστον έτσι θα πρέπει να συμπεριφερόμαστε, ελπίζοντας ότι με κάποιο περίεργο τρόπο θα μετατραπούν σε τέτοιους. Κι από την άλλη έχουμε εκείνους που στο πλαίσιο του μεταμοντέρνου λιμπεραλισμού θρηνούν καθημερινά για την «χούντα» της Τουρκίας, που καταδιώκει τους αγωνιστές της αριστεράς, τους χίπστερς της Κωνσταντινούπολης και κλαίνε για τις πλαστικές σφαίρες που δέχτηκαν οι ακτιβιστές του Gay Pride. Για την «δική μας» πλευρά, την μη δηλαδή κυρίαρχη προσέγγιση, κάθε ανάλυση σταματάει στο ότι οι Τούρκοι είναι εχθροί, ανεξαρτήτως του ποιός είναι πρωθυπουργός, του ποιος είναι Υπουργός Εξωτερικών και των εσωτερικών πολιτικών διακυμάνσεων.
Όμως τα όσα συμβαίνουν στην γείτονα χώρα αξίζουν μια πιο προσεκτική ματιά.
Καταρχάς είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό το πως η Τουρκία έχει εξελιχθεί σε μια περιφερειακή υπερδύναμη και πως η ηγεσία της έχει χτίσει ένα ισχυρότατο κράτος παρά την πολυπλοκότητα των δυσκολιών σε μια τέτοια προσπάθεια σε κάθε επίπεδο. Και αν μια φυσιογνωμία στιγματίζει την σύγχρονη εποχή της, είναι εκείνη του Ερντογάν τον οποίον η Ελληνική Δεξιά προσπάθησε να καλοπιάσει με κουμπαριές, αποτυγχάνοντας να αναγνώσει έστω και τις βασικές αρχές αντίληψης που διέπουν τις Τουρκικές πολιτικές. Ακόμα περισσότερο αδυνατεί να αναγνώσει την ισχυρότατη προσωπικότητα του Τούρκου ηγέτη τον οποίο απλά αντιμετωπίζει ως μη συμβατό με τις πεφωτισμένες αρχές της Ε.Ε.
Η εκπληκτική πορεία του Ταγίπ
Ο Recep Tayyip Erdoğan γεννήθηκε το 1954 σε μια φτωχή συνοικία της Κωνσταντινούπολης και είναι γόνος οικογένειας Λάζων. Σε νεαρή ηλικία παρακολούθησε την σχολή İmam Hatip Lisesi (όταν ο Κεμάλ απαγόρευσε τα μαντράσας, δημιουργήθηκαν τα χατίπ για να συνεχίσουν να παράγουν Θρησκευτικούς υπαλλήλους), ερχόμενος από μικρός σε επαφή με την Ισλαμική εκπαίδευση. Ο σχεδόν πάμφτωχος Ερντογάν, θα τα πάει περίφημα στην εκπαίδευση του και με την αποφοίτηση του από το λύκειο, θα σπουδάσει στο Marmara Üniversitesi εντασσόμενος παράλληλα στην αντικομμουνιστική Εθνική Ένωση Τούρκων Σπουδαστών και το 1976 θα τεθεί επικεφαλής του τοπικού παραρτήματος νεολαίας του κόμματος Millî Selâmet Partisi. Το MSP είχε δημιουργηθεί από τον Νετσμετίν Ερμπακάν, έναν Τούρκο πολιτικό του οποίου τα Ισλαμιστικά και αντικομμουνιστικά κηρύγματα γοήτευαν τον Ερντογάν. Η ιδεολογία του MSP περιείχε Ισλαμιστικά στοιχεία συνδυασμένα με την θεωρία «Millî Görüş». Επρόκειτο για μια γεωπολιτική θεωρία σύμφωνα με την οποία η Τουρκία όφειλε να υπερασπιστεί τα δικαιώματα αλλά και τα προνόμια των Τούρκων και Τουρκμένων και του Τουράνων όλου του πλανήτη, καθώς και την υπεράσπιση της Ισλαμικής πίστεως από τις κοσμικές θεωρίες της Δύσεως και του διεθνούς Σιωνισμού και την δημιουργία καλών σχέσεων με όποια χώρα ή έθνος μιλάει τουρκογενή γλώσσα. Την χρονιά εκείνη τοMSP θα συμπεριληφθεί στον κυβερνητικό σχηματισμό του Κόμματος Δικαιοσύνης το οποίο διοικούσε ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και στον οποίο σχηματισμό βρίσκονταν μαζί και τα εθνικιστικά κόμματα Milliyetçi Cephe και Milliyetçi Hareket Partisi (νεολαία του ο οποίου είναι η οργάνωση «Γκρίζοι Λύκοι/Bozkurtlar») του πασίγνωστου Τούρκου εθνικιστή Αλπαρσλάν Τουρκές. Το 1980 το κόμμα θα μετονομαστεί σε Refah Partisi, μετά τις εξελίξεις που ακολούθησαν το πραξικόπημα του Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Ο Ερντογάν θα παραμείνει στο κόμμα έχοντας πλέον γίνει μια ευρέως αποδεκτή προσωπικότητα και έχοντας αναπτύξει σχέσεις με Ισλαμιστές εκτός συνόρων. Για τα επόμενα 10 χρόνια θα υποστηρίξει όσες Ισλαμιστικές και αντικομμουνιστικές οργανώσεις μπορεί, θα εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα, θα χτίσει το προφίλ του και θα αποκτήσει φιλικές σχέσεις με τον Αφγανό πολιτικό και Ιμάμη Γκουλπουντιμ Χεκματγιαρ (ο οποίος διετέλεσε και Πρωθυπουργός του Αφγανιστάν), καθώς και με τον Τυνήσιο Ρασίντ αλ Κανίσι ο οποίος ίδρυσε το κόμμα Hizbu Ḥarakatu n-Nahḍah (και φυσικά είχε σχέσεις με την Ισλαμική αδελφότητα). Στόχος του τελευταίου ήταν να διώξει τους «κοσμικούς δαίμονες από την χώρα».
Το 1994 θα εκλεγεί Δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης και θα καταφέρει να κερδίσει μεγάλη μερίδα κοσμικών πολιτών, παρότι προχώρησε σε απαγορεύσεις σχετικά με το αλκοόλ . Κατά κύριο λόγο ασχολήθηκε με ζητήματα δημόσιας καθαριότητας, υδροδότησης ή άλλα αντίστοιχα κερδίζοντας ακόμα μεγαλύτερη συμπάθεια. Το 1998 θα φυλακισθεί για 4 μήνες εξαιτίας της χρήσεως Ισλαμιστικής ρητορικής σε ομιλία του (χρησιμοποίησε στίχους ενός ποιήματος του Mehmed Ziya Gökalp) , σε μια περίοδο που η σύγκρουση Ισλαμιστών και κοσμικών, είχε βγάλει τον στρατό στους δρόμους. Οι ιδεολογικές κόντρες και προστριβές στην Τουρκία θα φέρουν σε δύσκολη θέση τους Ισλαμιστές και στις αρχές του 2000 θα βρεθεί η ιδεολογική λύση που επιζητούσαν οι Ισλαμιστές. Αν η Δύση, την οποία θαυμάζουν οι κοσμικοί Τούρκοι, έχει ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης, τότε που είναι αυτή η ελευθερία στην κοσμική Τουρκία; Πάνω σε αυτό το απλό ερώτημα θα στηριχθεί η ιδεολογική και πολιτική φιλία του Ερντογάν με τον Αμπντουλάχ Γκιούλ. Για να νικήσουν τους κοσμικούς, οι Ισλαμιστές απλά θα χρησιμοποιήσουν τις κοσμικές αρχές, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα των γυναικών να φορούν μαντίλα στα πανεπιστήμια.
Ο δρόμος προς την εξουσία
Το 2001 οι δύο άντρες θα φτιάξουν το κόμμα Adalet ve Kalkınma Partisi και θα φτιάξουν τα θεμέλια της σημερινής παντοκρατορίας του Ταγίπ Ερντογάν. Εκείνα τα χρόνια θα επισκέπτεται τακτικά του θεωρητικό του πολιτικού Ισλάμ Mohammed Ameen Siraaj. Μέσα σε 15 με 16 χρόνια η κοσμική Τουρκία θα έχει υποστεί τεράστια πλήγματα. Το 2002 θα εκλεγεί Πρωθυπουργός όμως δε θα μπορέσει να αναλάβει καθήκοντα ένεκα προηγουμένων νομικών απαγορεύσεων με αποτέλεσμα την θέση αυτή να αναλάβει ο Γκιούλ. Αργότερα το Ανώτατο Δικαστήριο θα άρει τους περιορισμούς και στις εκλογές 2003 ο Ερντογάν θα γίνει ο νέος Πρωθυπουργός της χώρας. Ένα από τα κύρια μέσα μεταφοράς της Ισλαμιστικής σκέψης του Ερντογάν, αποτελεί ο νέο-οθωμανισμός τον οποίο πρωτοέφερε στην πολιτική και διπλωματική επικαιρότητα ο Βρετανός David Barchard σε συνέδριο του think tank με ονομασία Chatham House, το οποίο εδρεύει στο Λονδίνο, το 1985. Εν ολίγοις, σύμφωνα με τον νέο-οθωμανισμό, η Τουρκία πρέπει να αυξήσει την επιρροή της στα κράτη που κάποτε, ως γεωγραφικές περιοχές, αποτελούσαν κομμάτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο νέο-οθωμανισμός αποτελεί στροφή της Τουρκικής πολιτικής από τον εκδυτικισμό της ή από τον δυτικού τύπο εθνικισμό, στην άσκηση επιρροής στις παλαιές επαρχίες και εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο συνδυασμός αυτής της πολιτικής θεωρίας καθώς και της Ισλαμιστικής ρητορικής (έχει καταφέρει να θεωρηθεί ως ήπιος Ισλαμιστής) και πολιτικής της κυβέρνησης, ανάγκασε τους εθνικιστές (κεμαλιστές, παντουρκιστές, παντουρανιστές κλπ) να συνταχθούν με τον Ερντογάν μιας και στις τελευταίες εκλογές κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν από τον πολιτικό χάρτη. Οι τελευταίοι βρήκαν καταφύγιο στον νέο-οθωμανισμό, καθώς καλύπτει τις επιθυμίες τους για άσκηση επιρροής στα τουρανικά και τουρκμανικά κράτη, έθνη, φυλές κλπ.
Με βάση τον ρεαλισμό
Σε όλα αυτά τα χρόνια διακυβέρνησης, ο Ερντογάν επέδειξε βαθύτατο ρεαλισμό και δεν βασίστηκε ποτέ σε ιδιαίτερες πολιτικέ θεωρίες και ουτοπίες. Αν και η ανεργία αυξήθηκε κατά μια μονάδα, υπήρξε αύξηση των εισοδημάτων, ενώ οι οικονομικές πολιτικές του Υπουργού Babacan, έφεραν ξένες επενδύσεις. Αν και η οικονομία της χώρας έχει υποστεί ακραία πλήγματα (πχ 90 δις ζημιά από την απόπειρα πραξικοπήματος προ ενός έτους, διαρκείς απώλειες από τα πολεμικά μέτωπα κλπ), τα σκαμπανεβάσματα αυτά δε δείχνουν να πλήττουν τον Ερντογάν. Η Τουρκία αύξησε κατακόρυφα την επιρροή της στο Κατάρ, την Αλβανία, το Αζερμπαιτζάν, το Τουρκμενιστάν, την FYROM και σε όσες σουνιτικές χώρες μπορεί. Σε όλες αυτές οι Τούρκοι παρουσιάζονται ως οι πανίσχυροι προστάτες του σουνιτικού Ισλάμ και χρησιμοποιούν την ρήση του Κεμάλ Ατατούρκ: «ειρήνη στην πατρίδα, ειρήνη σε όλο τον κόσμο». Παράλληλα ψευτοδιεκδικόντας την ένταξη στην Ε.Ε παρουσιάζει τους Ευρωπαίους ως ρατσιστές και προκατειλημμένους, ενώ έχει άριστες σχέσεις με την Ρωσία και οικονομικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, το Ισραήλ, την Γερμανία και κράτη της Ασίας. Έχει αναπτύξει στρατιωτικές βάσεις στο Κατάρ και την Σομαλία, εκπαιδεύει τα στρατεύματα της Αλβανίας, των Σκοπίων, του Αζερμπαιτζάν και συμμετέχει σε διεθνείς οργανισμούς όπως οι Black Sea Economic Cooperation (BSEC), Southeast EuropeanCooperation Process (SEECP), Economic Cooperation Organization (ECO), το ΝΑΤΟ και φυσικά επεκτείνει την επιρροή της στο Αφγανιστάν μέσω της πρωτοβουλίας “Heart of Asia: Istanbul Process”.Είναι μέλος του Organization of the Islamic Cooperation(OIC),του Developing Eight (D-8),του Cooperation Council of Turkic Speaking States καθώς και του Energy Club of the ShanghaiCooperation Organization.
Ο ίδιος ο Ερντογάν είναι η δύναμη πίσω από την τεράστια ισχύ της χώρας. Ένας κυριολεκτικά σουλτάνος του σήμερα ο οποίος δε διστάζει να προσβάλει αρχηγούς κρατών δημόσια ( όπως έκανε με το Ισραήλ), να φανεί ως προστάτης των αδυνάμων (όπως έκανε με τους παλαιστίνιους), να αρνηθεί την γενοκτονία των Αρμενίων (κατεδαφίζοντας μνημεία), να προσβάλει την εθνική κυριαρχία των ΗΠΑ( διατάζοντας την ασφάλεια του να δείρει κούρδους διαδηλωτές σε αμερικανικό έδαφος), να εισβάλει στο Ιράκ και την Συρία (για την προστασία σουνιτών ή Τουρκμάνων), να εξαφανίσει από το χάρτη κουρδικά νεκροταφεία, να αποκαλέσει τους Ευρωπαίους φασίστες και ρατσιστές δημόσια, να τα βάλει με την Ρωσία και μετά να φτιάξει τις σχέσεις του με τον Πούτιν σε ακόμα καλύτερο επίπεδο, να μετατρέψει την στρατοχωροφυλακή σε χωροφυλακή, να επιτρέψει την μαντίλα στις Ένοπλες Δυνάμεις, να επεκτείνει τον χώρο αρμοδιότητας της Αστυνομίας Πόλεων (την ελέγχει σχεδόν απόλυτα) ακόμα και σε ορεινά εδάφη και να την στρατιωτικοποιήσει προμηθεύοντας την στρατιωτικά μέσα ( επιθετικά ελικόπτερα, αντιαεροπορικές ρουκέτες κλπ), να επαναφέρει τα αραβικά στην δημόσια παιδεία, να χτίσει 17.000 τζαμιά μέσα σε 15 χρόνια, να αυξήσει τους μαθητές των hatip από 65.000 σε 658.000, να θέσει περιορισμούς στην κατανάλωση και εμπορία αλκοολούχων, να επεκτείνει τις δραστηριότητες των ισλαμικών τραπεζών, να χτίζει παλάτια για τον ίδιο, να παίρνει υπερ-εξουσίες και να δημιουργεί μια υπο-κουλτούρα προσωπολατρείας και μετά από όλα αυτά να κερδίζει τις εκλογές με 53%. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στην εσωτερική πολιτική της χώρας έχει εμφανιστεί ο όρος «Ερντογανισμός».
Ο νεοθωμανικός συντηρητισμός
Ο παραπάνω όρος δίνει μια αναζωογόνηση στον Τουρκικό συντηρητισμό (Muhafazakârlık) ο οποίος, εκφραζόμενος πλέον από τον Ερντογάν και το κόμμα του, ναι μεν απορροφά τους εθνικιστές, διακρίνεται όμως ως διαμετρικά αντίθετος από αυτούς καθώς δεν επιθυμεί τον εκδυτικισμό/εκμοντερνισμό της Τουρκίας. Έτσι, αν ο Κεμάλ Ατατούρκ υπήρξε μια χαρισματική φυσιογνωμία του 20ουαιώνα, ο Ερντογάν αποτελεί μια αντίστοιχη του 21ου αιώνα. Αν ο Κεμάλ υπήρξε ο εθνικιστής που θα αναμόρφωνε τα υπολείμματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ερντογάν αποτελεί τον συντηρητικό που θα διασώσει τον θρησκευτικό χαρακτήρα και τις παραδόσεις της χώρας. Έτσι ο Ερντογάν καταφέρνει να υπερισχύσει ιδεολογικά και πολιτικά όλων των αντιπάλων του και να επιφέρει την κυριαρχία των Ισλαμιστών συντηρητικών στην εσωτερική πολιτική. Όλη του η πορεία είναι βασισμένη πάνω στις «Δεξιές» αξίες (αν και ενδεχομένως αυτοί οι όροι είναι αρκετά Δυτικοί για τα γούστα του Ερντογάν) και αρχές. Η θρησκεία, η οικογένεια και η πατρίδα αποτελούν βασικές αρχές για τον Ερντογάν ο οποίος από νωρίς θα πολεμήσει για αυτές. Αν και αποτελεί έκφραση μιας αυταρχικής Δεξιάς φιγούρας, ενίοτε με αποφάσεις μάλλον αμοραλιστικές, ο ίδιος παρουσιάζεται ως πεφωτισμένος ηγέτης από τα λαϊκά στρώματα. Δεν βασίζεται σε κάποια συγκεκριμένη οικονομική θεωρία, αν και η προτελευταία του προεκλογική καμπάνια είχε έντονα φιλελεύθερες οικονομικές προτάσεις. Έχει πετάξει τον στρατό έξω από την πολιτική και στην θέση του έχει βάλει την θρησκεία, δίχως όμως μεγάλες απώλειες όπως έδειξε η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος. Αφηγήματα και ιδεολογήματα όπως αυτά στα οποία αναλώνουν τον χρόνο και τα χρήματα των φορολογούμενων οι Δυτικοί ηγέτες, δεν τον συγκινούν όπως δεν συγκινούν και την συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων πολιτών. Πέραν της ισονομίας, κανείς δεν ενδιαφέρεται να ασπαστεί αοριστολογίες περί ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων (τα τελευταία στην δύση τα έκαναν σαβουρόπανο), έμφυλες ταυτότητες, πασιφισμούς και αυτοενοχικά σύνδρομα.
Ο Ερντογάν ως πατριαρχική φιγούρα
Ο Ερντογάν αποτελεί πατριαρχική, συντηρητική, πατριωτική φιγούρα, έχει πανέξυπνο τρόπο να περνά την Ισλαμική του ατζέντα και να ενώνει τα πλήθη. Παρά τις μαζικές διώξεις στον κρατικό μηχανισμό, η ισχύς του είναι τεράστια και η μεταστροφή της εσωτερικής πολιτικής προς την θρησκεία απομακρύνει τον μέσο πολίτη από τον πολιτιστικό μαρξισμό που αγκαλιάζει τους Ευρωπαίους. Φυσικά για τον Ερντογάν τα ανθρώπινα δικαιώματα απλά δεν υπάρχουν και η συμπεριφορά του είναι ημι-δικτατορική. Ωστόσο η πολιτική του σταδιοδρομία, η ιδεολογική του συνέπεια ( η οποία ιδεολογία του έχει μάλιστα και δικό του στίγμα, κάτι που τον κάνει και θεωρητικό), η επιμονή του και η φοβερή του ικανότητα να αγκαλιάζει και να ικανοποιεί τα πλήθη, είναι εκπληκτική δεδομένου του ότι η Τουρκία αποτελεί ένας μωσαϊκό εθνοτήτων και φύλων.
Ο συντηρητισμός στην Τουρκία έχει συγκεκριμένα Ισλαμιστικά και Οθωμανικά χαρακτηριστικά. Αυτά τα χαρακτηριστικά βρίσκουν σε μεγάλο βαθμό έκφραση και προστασία κάτω από τον Ερντογάν και αυτός είναι ο λόγος που έχει δημιουργηθεί μια προσωπολατρεία που του επιτρέπει ακόμα και να λαμβάνει υπερ-εξουσίες, δίχως να συναντά σοβαρή αντίσταση. Ο Τουρκικός συντηρητισμός πλέον βρίσκεται στην ακμή του και η ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή των θρησκευτικών σχολών στην εκπαίδευση, καλλιεργεί το έδαφος για τις μελλοντικές γενιές. Η κόντρα ανάμεσα στην εκσυγχρονιστική εθνικιστική Δεξιά της Τουρκίας, με την συντηρητική Ισλαμική Δεξιά (αν και όπως γράψαμε οι όροι αυτοί είναι σχετικοί), βρίσκει νικήτρια την δεύτερη και οι μάζες των πιστών μουσουλμάνων που θέλουν να προσευχηθούν στα αραβικά, αισθάνονται πως με την αποτυχία του περυσινού πραξικοπήματος, έχει έλθει η ώρα για να δείξει η Ισλαμική Τουρκία το αληθινό της πρόσωπο στο ΝΑΤΟ, την Ε.Ε. και τον μουσουλμανικό κόσμο. Η Τουρκική Δεξιά είναι διαρκώς προσανατολισμένη στην άσκηση πολιτικών επιρροής είτε προς την Δύση και τα Τουρανικά κράτη, είτε προς τις πρώην Οθωμανικές κτήσεις, είτε προς τον Ισλαμικό κόσμο, είτε προς οποιοδήποτε άλλο σύνολο ή γεωγραφική περιοχή έχει ή είχε την οποιαδήποτε σχέση με την Τουρκία και τους Τούρκους. Δηλαδή ανεξαρτήτως του αν είναι εθνικιστική, νέο-οθωμανική, παντουρανιστική ή Ισλαμιστική, η Τουρκική Δεξιά εκφράζεται μέσω της ισχύος και της στρατηγικής επιρροής.
Αντιθέτως στην Ελλάδα είναι αναμφίβολα δεδομένο, πως τις τελευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, αδυνατούμε να αναπτύξουμε Δεξιά ματιά. Τα πάντα προσεγγίζονται και αναλύονται είτε μέσω του αριστερού πρίσματος, είτε μέσα από διόπτρες τις οποίες θα πρέπει να εγκρίνει η Αριστερά. Έτσι έχουμε ανθρώπους που θεωρούν τον αντικομμουνισμό περιττό ή λάθος, άλλους που θεωρούν ως ιδεολογία τους την Ε.Ε., γυναίκες που θέλουν γαλανόλευκο φεμινισμό κλπ. Σε βάθος χρόνου αυτό οδήγησε σε αδυναμία ανάλυσης ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής άμυνας, οπότε και επιχειρήματα που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα εκσφενδονίζονται σε συζητήσεις Δεξιών. «Δε θα γίνει ποτέ πόλεμος με την Τουρκία λόγω Ε.Ε»,« θα αφομοιώσουμε τους πάντες όπως οι Αμερικάνοι», « οι Τούρκοι είναι 50 χρόνια πίσω διότι δεν δέχονται τις αξίες της Ε.Ε» και άλλα πολλά καλούδια. Η πραγματικότητα όμως είναι δυστυχώς αμείλικτη. Και η έλλειψη πραγματικά δεξιών πολιτικών στην χώρα μας, δημιουργεί ένα αρνητικό “ισοζύγιο” στις σχέσεις μας με την Τουρκία, καθώς η Ελλάδα γίνεται αντιληπτή ως το αδύναμο μέρος, που έχει ξεχάσει την σκληρή πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων.