Του Ραφαήλ Ρεκουνιώτη
Την τελευταία εβδομάδα όλοι ασχολούνται ξανά με την Ελλάδα όχι με την δυναμική του 2010, αλλά με αναφορές στις «ροκ» στυλιστικές επιλογές του υπουργού οικονομικών ή στην επιμονή του Τσίπρα να μην φοράει γραβάτα. Δυστυχώς κάτι τέτοια θέματα απασχολούν περισσότερο και τους Έλληνες ακόμα και αν η ΕΚΤ αποφάσισε να μην δανείζει, πλέον, τις ελληνικές τράπεζες με, σχεδόν, μηδενικό επιτόκιο, απειλώντας την φερεγγυότητά τους. Ωστόσο, αυτή η απόφαση, που ενδεχομένως επηρέασε η Γερμανία, αποτελεί μια προειδοποίηση, κυρίως, στην κυβέρνηση της Ελλάδας που, υποτίθεται ότι διαπραγματεύτηκε.
Τα τραγικά λάθη ξεκίνησαν όταν ο Βαρουφάκης απέκλεισε το ενδεχόμενο διαγραφής μέρους του χρέους, παρά τα πολλά διαπραγματευτικά χαρτιά που είχε στη διαθεσή του. Αντίθετα, πρότεινε ομόλογα ανταλλαγής χρέους, κάτι που θεωρήθηκε εξαπάτηση από την πλευρά των εταίρων και σε τελική ανάλυση δεν προσφέρει τίποτα το διαφορετικό στην Ελλάδα. Το αποκορύφωμα ήρθε όταν ο υπουργός οικονομικών ισχυρίστηκε, ψευδώς, ότι βρίσκεται σε συζητήσεις με το Δ.Ν.Τ. με σκοπό την ανταλλαγή χρέους με ομόλογα. Η διάψευση από το ταμείο που ακολούθησε, έπληξε ακόμα περισσότερο την εικόνα της Ελλάδας που κινδυνέυει να λοιδωρηθεί ακόμα μια φορά από την διεθνή τύπο.
Η κυβέρνηση θα μπορούσε να επιτύχει πολλά πράγματα στο επίπεδο της οικονομίας με μία αποτελεσματική και αληθινή διαπραγμάτευση που μεταφράζεται σε μια σταθερή και δυναμική διαδικασία και όχι να αλλάζει συνέχεια τη θέση της, που μας θυμίζει το προεκλογικό ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τις διαφορετικές απόψεις μεταξύ των στελεχών του. Τα «ήξεις αφίξεις» είναι ό,τι χειρότερο στις διαπραγματεύσεις ειδικά όταν διαπραγματεύεσαι με μια ηγεμονική δύναμη όπως είναι η Γερμανία. Εάν η Ελλάδα θέλει να συγκρουστεί με το «αφεντικό» της Ευρώπης θα πρέπει να έχει καταρτίσει μια στρατηγική που να αποτελείται από συμμαχίες και ρεαλιστικές λύσεις και όχι από λεονταρισμούς και τσαμπουκάδες. Μία τέτοια στρατηγική πρέπει να μην περιορίζεται στα οικονομικά θέματα αλλά να επεκτείνεται σε ζητήματα γεωπολιτικής και γεωοικονομίας και εκτός Ευρώπης, με δυνάμεις που δεν θέλουν την Γερμανία στο «τιμόνι» της Ένωσης.
Ίσως αυτό επιδιώκουν Η.Π.Α. και Ρωσία που, τελευταία, κάνουν «άνοιγμα» στην κυβέρνηση Τσίπρα (τηλεφωνική επικοινωνία με Ομπάμα, πρόσκληση στο Κρεμλίνο). Όσον αφορά άλλες δυνάμεις στο εσωτερικό της Ευρώπης (Γαλλία, Αγγλία) φαίνεται να μην μπορούν να διατηρήσουν μια ισορροπία ισχύος απέναντι στην Γερμανία και να στηρίζουν μόνο στα λόγια την Ελλάδα. Επιπλέον, η κρίση βαθαίνει στην ήπειρό μας, με τα χρέη των κρατών να αυξάνονται δραματικά και τη Δανία,μάλλον, να αποτελεί το επόμενο «θύμα».
Το ζητούμενο θα είναι να βρεθεί μια αποτελεσματική πολιτική που δεν θα είναι ακραία. Από τη μία η ακραία γερμανόφιλη πολιτική των κυβερνήσεων Παπανδρέου, Σαμαρά με τις θεραπείες σοκ της τρόϊκα και από την άλλη η ακράια θρασύδειλη πολιτική του Τσίπρα, με τις όποιες συνέπειές της, θα είναι πάντα προς όφελος της Γερμανίας, η οποία έχει προσδέσει τα ευρωπαϊκά κράτη στο «άρμα» της, με τις μεθόδους της «ήπιας ισχύος» που εφαρμόζει τα τελευταία χρόνια με ιδιαίτερη επιτυχία. Η «ελληνική τραγωδία» κατέληξε να αναβαθμιστεί σε ευρωπαϊκή και εάν η κατάσταση δεν αλλάξει, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα καταρρεύσει και μόνο μία χώρα θα βγει αλώβητη από αυτή την ιστορία..