Η αυτοδικία συνιστά μία αξιόποινη πράξη ακριβώς δια τον λόγον ότι στρέφεται κατά των θεσμικών οργάνων μίας Συντεταγμένης Πολιτείας, εν ολίγοις υποσκάπτει το Δημοκρατικό μας Πολίτευμα, διότι η αυτογνώμονα ενάσκησή της, αντιστρατεύεται ευθέως προς την έννομον τάξη, δια την διαφύλαξη της οποίας έχει ταχθεί κατ’ άρθρο 20 του Συντάγματος, προδήλως, η Δικαστική Αρχή.
Επί των ημερών μας η αυτοδικία συνιστά μία πράξη ανοχής εκ μέρους της κυβερνήσεως αναλόγως τα «αλ κάρτ» προοδευτικά αντανακλαστικά της, φαινόμενο δυστυχώς αντικειμενικώς θλιβερό για την Δημοκρατία ημών, η οποία επιβάλλεται να κατισχύει έναντι οιασδήποτε ιδεολογίας ή κόμματος.
Η ολοκληρωτική ιδεοληψία, «Σοβιετικού τύπου», φέρεται ότι δεν έχει εκλείψει και εις τις ημέρες μας και η μείζονα συνιστώσα της παρούσης κυβερνήσεως, είναι πεπεισμένη ότι άνευ παρακράτους, και εμπροσθοφυλακής ή άλλως ταγμάτων εφόδων, τα οποία τρομοκρατούν τον κόσμο, να παύσουν να σκέπτονται ή να βουλεύονται ελευθέρως επί ποινή άσκησης παράνομης βίας, δεν μπορεί να υπάρξει.
Η ωμή βία εκ μέρους συλλογικοτήτων, με εγκληματικές πρακτικές υποκόσμου, λίαν αξιόποινες κατά τις κοινές διατάξεις του ποινικού κώδικα, θεσμοποιούνται εφόσον βεβαίων έχουν την άνωθεν ανοχή και την εύνοια των λοιπών Αρχών, εφόσον έχουν βαπτισθεί τεχνηέντως, με «προπαγανδιστική μαεστρία», τρομοκρατία επ’ αγαθώ, ή δράση προς το κοινό καλό.
Φρονώ ότι η παραχάραξη της αλήθειας είναι ψηλαφητή, καθότι η βία δεν έχει χρώμα, από οπουδήποτε και αν προέρχεται άρα, δεν είναι δυνατό η νομιμότητα να ανέχεται την προοδευτική βία και να καταδικάζει κάποια άλλη μορφή βίας, απλώς διότι δεν ανήκει εις την οιονεί θεσμισμένη βία, υπό την έννοια δηλαδή της «ημέτερης βίας»
Το είδος αυτό της ανοχής της βίας είναι πρόδηλη σήμερα και καθίσταται αποτροπιαστική και βδελυρή όταν στρέφεται κατά κορυφαίων θεσμών οι οποίοι εκ του Συντάγματος, συνιστούν το θεμέλιο της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας.
Η κατάλυση της νομιμότητας και η τρομοκρατία εξ ορισμού και οντολογικώς εν τη γενέσει της, ευαγγελίζεται αφεύκτως το χάος συνώνυμο της δικτατορίας ακόμη και αν είναι προοδευτικού τύπου.
Εν κατακλείδι, η ανοχή συγκεκριμένου είδους βίας συνιστά παρεμπίπτουσα έκφανση της ίδιας «πλευράς του νομίσματος», με την απερίφραστη καταδίκη μίας παλλαϊκής δημοκρατικής αντίδρασης, ή μια ελεύθερη αντίδραση τα πλαίσια του Νόμου, ως «φασιστική», απλώς επειδή κατέχεις την εξουσία του Κράτους, επιβεβαιώνοντας στην πράξη, την κατάχρηση της εξουσίας σου δια της νομής του κράτους, ή το βαθιά διαποτισμένο αντιδημοκρατικό σου συναίσθημα, αυτό της εξουδετέρωσης των αντιφρονούντων, δια την επιβολή της ιδικής σου «χρωματισμένης αλήθειας», πάση θυσία.