γράφει ο Διαμαντής Καρασούλας,
Εκπρόσωπος Τύπου του ΔΙΕΣΥ
Η χώρα διανύει πλέον τον όγδοο χρόνο μέσα στην κρίση και την ύφεση κι αντί οι Έλληνες πολίτες να βλέπουν κάποιο φως στην άκρη του τούνελ, βρισκόμαστε ξανά μπροστά σε σενάρια Grexit και δραχμής, λες και δεν πέρασε μια μέρα απ το 2010… Κι όμως πέρασαν πολλές μέρες κι έκτοτε άλλαξαν πολλά. Μέσα σε αυτά τα χρόνια της κρίσης έγιναν μεγάλα βήματα, απαραίτητες μεταρρυθμίσεις σε πολλούς τομείς, αλλαγές που θα έπρεπε να είχαν γίνει πολλές δεκαετίες πριν. Τα δύο κόμματα εξουσίας που κυριάρχησαν στην Μεταπολίτευση και κυρίως το ΠΑΣΟΚ, μάτωσαν πολιτικά στην προσπάθειά τους να υλοποιήσουν αυτές τις απαραίτητες αλλαγές. Είδαν τα εκλογικά τους ποσοστά να μειώνονται δραματικά και τον κόσμο σε μεγάλο βαθμό να τα εγκαταλείπει. Αναγκάστηκαν να πουν στο λαό αλήθειες που δεν τόλμησαν να πουν στο παρελθόν γιατί συνήθιζαν να χαϊδεύουν τα αυτιά του εκλογικού σώματος και να του τάζουν πράγματα ανέφικτα. Αναγκάστηκαν να συγκρουστούν με συμφέροντα και συντεχνίες που είχαν τόσα χρόνια το πάνω χέρι λειτουργώντας ως τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια της χώρας να αλλάξει.
Ίσως αυτή η προσπάθεια δεν ήταν όσο τολμηρή και ριζοσπαστική θα έπρεπε, ίσως έγιναν λάθη, αστοχίες αλλά και αδικίες, ίσως οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, τα μεγάλα ΜΜΕ κλπ δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, όμως έγιναν μεγάλα βήματα και αυτό δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς. Ακόμα και οι μάγοι της Αριστεράς που είχαν την απάντηση σε κάθε ερώτημα και την εύκολη λύση για κάθε πρόβλημα, παραδέχονται σήμερα σε κάθε τους βήμα ότι αυτός ο δρόμος που ακολούθησε η χώρα ήταν αναπόφευκτος. Ήταν ο δρόμος με τις λιγότερες οδυνηρές συνέπειες για την χώρα και τους πολίτες. Κι αν αυτή η δημοσιονομική προσαρμογή είχε ένα κόστος στο ΑΕΠ της χώρας και στο βιωτικό επίπεδο των πολιτών, ας αναλογιστεί ο καθένας μας πόσο πολύ μεγαλύτερο θα ήταν αυτό το κόστος αν επιλέγαμε τον άλλο δρόμο, αυτόν της άτακτης χρεοκοπίας και της εθνικής απομόνωσης. Πού θα έφθανε η ανεργία, πόσο μεγαλύτερο θα ήταν το ποσοστό των συνανθρώπων μας που θα βρισκόταν εν μία νυκτί κάτω απ το όριο της φτώχειας.
Όλα αυτά τα καίρια ερωτήματα αποφεύγουν συστηματικά να τα απαντήσουν οι υποστηρικτές της δραχμής, της εθνικής απομόνωσης και του “άλλου δρόμου”. Άνθρωποι που πολιτεύονται ως έμποροι της ελπίδας, εκμεταλλευόμενοι την αγανάκτηση, την άγνοια και την απελπισία του κόσμου, υπόσχονται υπερήφανες και καλύτερες ημέρες μιλώντας για εθνικά νομίσματα, οικονομικές ασάφειες και ιδεοληψίες που δεν έχουν εφαρμοστεί πουθενά κι όπου εφαρμόστηκαν έφεραν καθολική φτώχεια και δυστυχία.
Η Ελλάδα όμως δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι. Δεν μπορεί να πορεύεται άλλο στο άγνωστο έχοντας στο τιμόνι ανθρώπους που εδώ και δύο χρόνια πειραματίζονται ασταμάτητα, διαπραγματεύονται αενάως και παλινωδούν συνεχώς μεταξύ σωτηρίας και χρεοκοπίας. Αυτή η ατέρμονη αβεβαιότητα τραυματίζει καίρια και την οικονομία αλλά και την ψυχολογία των πολιτών. Η κοινωνία έχει ανάγκη από ένα νέο εθνικό αφήγημα, από ένα πολιτικό σχέδιο που θα δώσει ξανά ελπίδα και προοπτική και θα ενεργοποιήσει τις κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις του τόπου. Που θα πείσει τους πολίτες ότι η μιζέρια δεν είναι η εθνική μας μοίρα κι ότι δεν θα ζούμε πάντα μέσα σε κρίση, σε μνημόνια, σε ύφεση και εποπτεία.
Η επόμενη κυβέρνηση είναι καταδικασμένη να πετύχει. Οφείλει, όχι να κάνει τις αλλαγές που χρειάζονται και ζητούν οι δανειστές χρόνια τώρα αλλά να ανασυγκροτήσει συνολικά τη χώρα και να επανιδρύσει το κράτος. Να ματώσει προκειμένου να σωθεί ο τόπος και να απαλλαγεί επιτέλους από τις συντεχνίες κι όλα εκείνα τα μικρά και μεγάλα συμφέροντα που τον κρατούν στο χθες. Να μιλήσει στους δανειστές με σοβαρότητα, εμπιστοσύνη, ειλικρίνεια αλλά και συγκεκριμένη πρόταση. Να προχωρήσει σε γενναία μείωση του κράτους, σε απολύσεις των επίορκων δημοσίων λειτουργών, αξιολόγηση και ορθή αξιοποίηση των δημοσίων υπαλλήλων και εξορθολογισμό των κρατικών δαπανών. Σε γενναία μείωση των φόρων του ιδιωτικού τομέα, των ελεύθερων επαγγελματιών και των αγροτών ώστε να αναπνεύσει η ιδιωτική οικονομία, να έρθουν ξένες επενδύσεις, να ανασυγκροτηθεί ο παραγωγικός ιστός. Να σταματήσει την ποινικοποίηση της ιδιοκτησίας. Να βάλει φραγμό στην ανεξέλεγκτη εισροή λαθρομεταναστών αλλά και την αλόγιστη απόδοση κοινωνικών επιδομάτων σε “ευπαθείς ομάδες” εις βάρος του Έλληνα φορολογούμενου. Να νιώσει ξανά ο Έλληνας ότι ζει στην Πατρίδα του και δεν είναι πολίτης δεύτερης κατηγορίας σε ένα κράτος που τον χρειάζεται μόνο για να πληρώνει φόρους.