Για να αποδώσουμε συγκεκριμένα τον μάλλον γενικευμένο ορισμό της υποκειμενικότητας, πρέπει να διευκρινίσουμε την έννοια του “χαρακτηριστικού του κόσμου” που ερευνούμε. Δεδομένου πως θα εξετάσουμε την θεωρία της αξίας, (η οποία στην οικονομία καθορίζει τις τιμές) θα περιοριστούμε στον ορισμό της υποκειμενικής αξίας. Ως αρχή συνεπώς, θα τονίσουμε ότι η σπανιότητα είναι η προϋπόθεση sine qua non για την καθιέρωση μιας θεωρίας αξίας. Σε έναν κόσμο σπανιότητας, οι επιθυμίες δεν μπορούν να ικανοποιηθούν στιγμιαία και ταυτόχρονα.
Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο τα πράγματα έχουν αξία. Δεδομένου του περιορισμένου αριθμού των μέσων που διαθέτουμε, σε έναν κόσμο σπανιότητας, δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα και στιγμιαία όλοι οι στόχοι και, ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει επιλογή μεταξύ των στόχων που θα επιδιωχθούν και αυτών που θα εγκαταλειφθούν. Ακόμα όμως, αυτό δεν μας λέει από μόνο του εάν η αξία είναι υποκειμενική ή αντικειμενική. Προκειμένου να προσδιοριστεί ποιο είναι το αξιολογικό πρότυπο (υποκειμενικό ή αντικειμενικό) που χρησιμοποιείται στην ταξινόμηση των αξιών των διαφόρων μέσων και στόχων, πρέπει να αναφερθούμε στην έννοια του “παράγοντα/δρώντα” (agent).
Επομένως, η έννοια του “παράγοντα/δρώντα” γίνεται η επαρκής προϋπόθεση για τον προσδιορισμό της υποκειμενικής αξίας και για τη διάκριση της από την αντικειμενική αξία. Η θεωρία της αξίας είναι υποκειμενική αν παραδεχτούμε ότι οι αξίες είναι το αποτέλεσμα των προτιμήσεων/επιλογών οι οποίες πραγματώθηκαν ουσιαστικά από τους “παράγοντες/δρώντες” κατά τη διάρκεια των δράσεων/ενεργειών τους. Αντιστρόφως, η θεωρία της αξίας είναι αντικειμενική αν θεωρούμε ότι οι αξίες των μέσων και στόχων που χρησιμοποιεί και επιδιώκει αντίστοιχα ο “παράγοντας/δρώντας” διατάσσονται/υποβάλλονται ανεξάρτητα από τις πραγματικές του προτιμήσεις. Το βασικό στοιχείο αυτής της διάκρισης είναι η πραγματική δράση ενός σκοπούμενου υποκειμένου. Εντός του αντικειμενικού παραδείγματος, είναι δυνατόν να καθοριστεί μια κλίμακα αξιών ανεξάρτητα και αποκομμένη από την πραγματική δράση ενός παράγοντα/δρώντα. Σε αντίθεση με τον αντικειμενισμό, στο πλαίσιο του υποκειμενικού παραδείγματος, προκειμένου να περιγράψουμε μια κλίμακα αξιών, πρέπει πρώτα να παρατηρήσουμε την πραγματική επιλογή του σκοπούμενου παράγοντα/δρώντα. Στην υποκειμενική προοπτική, δεν υπάρχει κλίμακα αξίας αν δεν υφίσταται ολοκληρωμένη δράση.
Τώρα μπορούμε να επαναπροσδιορίσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την διαφοροποίηση της υποκειμενικής από την αντικειμενική αξία. Το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: “Η αξία ενός εμπορεύματος υφίσταται επειδή ένας παράγοντας/δρώντας το έχει πραγματικά επιλέξει κατά τη διάρκεια της δράσης του;” Η υποκειμενική αξία καθορίζεται από μια θετική απάντηση σε αυτή την ερώτηση, ενώ η αντικειμενική αξία καθορίζεται από μια αρνητική απάντηση .
Αυτή η προσέγγιση της θεωρίας της αξίας είναι τόσο παλιά όσο και τα γραπτά του Πλάτωνα και από τότε έχει επαναληφθεί πολλαπλές φορές . Στα οικονομικά, ο Ludwig von Mises παρέχει μια ανάλογη ερμηνεία της υποκειμενικής αξίας που χτίστηκε από τρία βασικά συστατικά. Πρώτον, η υποκειμενική θεωρία της αξίας περιγράφει μια τριμερή σχέση που περιλαμβάνει το ενεργό υποκείμενο, τον προτιμώμενο στόχο και τον στόχο που εγκαταλείφθηκε. (Mises, [1949] 1998, σελ. 335). Δεύτερον, μέσα σε αυτή τη θεωρία ο παράγοντας,δρώντας δρα/ενεργεί σκόπιμα (Mises, [1962] 2002, σελ. 4). Τρίτον, και το πιο σημαντικό:
… η κλίμακα αξιών ή επιθυμιών εκδηλώνεται μόνο στην πραγματικότητα της δράσης. Αυτές οι κλίμακες δεν έχουν ανεξάρτητη ύπαρξη από αυτήν της πραγματικής συμπεριφοράς των ατόμων. Η μόνη πηγή από την οποία προέρχονται οι γνώσεις μας σχετικά με αυτές τις κλίμακες είναι η παρατήρηση της δράσης ενός ανθρώπου. Κάθε δράση είναι πάντοτε σε απόλυτη συμφωνία με την κλίμακα αξιών ή επιθυμιών, επειδή αυτές οι κλίμακες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα όργανο για την ερμηνεία της δράσης ενός ανθρώπου. (Mises, [1949] 1998, σελ. 95)
Έτσι ο von Mises ([1949] 1998, σ. 97) καταλήγει στο συμπέρασμα πως “δεν υπάρχει χώρος στον τομέα των οικονομικών για μια κλίμακα αναγκών διαφορετική από την κλίμακα αξιών όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην πραγματική συμπεριφορά του ανθρώπου”.
Αυτή η αντίληψη της υποκειμενικής αξίας, βασισμένη στο θεωρητικό παράδειγμα της πραξεολογίας που εξετάζεται από τους μελετητές που εργάζονται στην παράδοση του von Mises, αποδίδει κεντρικό ρόλο στην πραγματική δράση. (von Mises, [1949] 1998, σελ. 1-4, 92-98) Από πραξεολογικής σκοπιάς, μια υποκειμενική κλίμακα αξιών υφίσταται μόνο όπως αυτή ενσωματώνεται στην πραγματική δράση (δηλαδή όσες προτιμήσεις υφίστανται ανεξάρτητα από τις απτές ενέργειες πραγματικών “πρακτόρων” είναι συνεπώς αντικειμενικές) . Από αυτή την άποψη, αν απορρίψουμε την “πραγματική δράση” ως μια σταθερή παράμετρο για τη διάκριση μεταξύ υποκειμενικού και αντικειμενικού, τότε όλες οι προτιμήσεις (ακόμη και οι προτιμήσεις που δεν έχουν ποτέ επιδειχθεί, που δεν θα υλοποιηθούν ποτέ, οι οποίες ίσα που αγγίζουν την φαντασία, που δεν είναι καν συνειδητά διατυπωμένες) μπορούν να θεωρηθούν υποκειμενικές.
Για να κατανοήσουμε τη σημασία της πραξεολογικής προσέγγισης του von Mises στην υποκειμενική αξία (η οποία “δένει” την αξία με τις ουσιαστικά εκτελεσθείσες ανθρώπινες δράσεις), ίσως είναι χρήσιμο να εξηγήσουμε τις συγκεκριμένες συνέπειές της προσέγγισης αυτής στη θεωρία των τιμών. Οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι θεωρούν συνήθως ότι μια “υποκειμενική” θεωρία τιμών βασίζεται σε μοναδικές ατομικές προτιμήσεις, σε αντίθεση με τη θεωρία των τιμών που προβάλει η σοσιαλιστική θεωρία της “αξίας της εργασίας” (Adam Smith, John Stewart Mill, David, Ricardo, , Carl Marx) που χαρακτηρίζεται ως “αντικειμενική”, καθόσον αναφέρεται στον αριθμό ωρών εργασίας (οι οποίες προφανώς παραμένουν οι ίδιες ανεξάρτητα από τον παρατηρητή).
Οι περισσότεροι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι ένας υποκειμενικός προσδιορισμός των τιμών συνίσταται στη συνεκτίμηση της ατομικότητας ή/και της ιδιαιτερότητας κάθε σειράς προτιμήσεων. Ωστόσο, υπό την σκοπιά της πραξεολογικής εκτίμησης της αξίας, γίνεται σαφές ότι κάτι μοναδικό για ένα άτομο μπορεί ακόμα να είναι αντικειμενικό. Για παράδειγμα, όλοι έχουν ένα μοναδικό πρότυπο DNA, όμως αυτό είναι ένα αντικειμενικό χαρακτηριστικό του κόσμου. Η παρατήρηση αυτή μας επιτρέπει να αντιπαραβάλλουμε τη νεοκλασική προσέγγιση, η οποία υποδηλώνει ότι οι “παράγοντες/δρώντες” έχουν ένα δεδομένο σύνολο ωφελιμιστικής λειτουργίας, με την πραξεολογική ερμηνεία της αξίας, για την οποία η κλίμακα προτιμήσεων δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, εκτός εάν ο ενεργός παράγοντας/δρώντας την δημιουργήσει με τη δράση του. Με λίγα λόγια, ο πραξεολογικός ορισμός της υποκειμενικής αξίας, συνδέει την αξία με τις προτιμήσεις των “παραγόντων/δρώντων” όπως αυτές επιδεικνύονται ουσιαστικά μόνο μέσω της δράσης τους και όχι συνδέοντας την αξία με τις απλές ατομικές προτιμήσεις. Αυτή η διαφορά είναι ζωτικής σημασίας.
Από πραξεολογικής σκοπιάς, οι τιμές διαμορφώνονται μόνο μετά τις ενέργειες των “παραγόντων/δρώντων” στην διαδικασία αγοράς και πώλησης. Από την άλλη, οι θιασώτες της αντικειμενικής αξίας υποστηρίζουν ότι η τιμή μπορεί να προσδιοριστεί ανεξάρτητα από τις ενέργειες των “παραγόντων/δρώντων” στην συναλλαγή, εξετάζοντας το κόστος παραγωγής, την “εγγενή” χρησιμότητα του ανταλλάξιμου αγαθού, τις υποτιθέμενες ατομικές προτιμήσεις κλπ. Η συνεπής εφαρμογή του υποκειμενισμού στην πραξεολογική του μορφή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι υποκειμενικές κλίμακες προτιμήσεων δεν επιδέχονται περαιτέρω διορθώσεων. Η “σωστή τιμή” είναι η τιμή της ελεύθερης αγοράς που εκφράζει τις υποκειμενικές προτιμήσεις και των δύο μερών της συναλλαγής.
Ωστόσο, οι οικονομολόγοι που υπερασπίζονται την αντικειμενική αξία, δεν θεωρούν ότι η τιμή της ελεύθερης αγοράς είναι “σωστή”, συνεπώς οι παράγοντες που δρουν σκόπιμα πρέπει να εξαναγκάζονται να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους σε επιβεβλημένη κατά προσέγγιση καθορισμένη τιμή. Αυτή η παρέμβαση προϋποθέτει τόσο την ύπαρξη μιας αντικειμενικής κλίμακας προτιμήσεων (το
περιγραφικό άκρο του αντικειμενισμού) όσο και το γεγονός ότι οι παράγοντες/δρώντες υποχρεούνται να την ακολουθήσουν (το κανονιστικό άκρο του αντικειμενισμού).
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όταν εφαρμόζεται στις τιμές, ο αντικειμενισμός επιφέρει διάφορες οικονομικές πολιτικές που προάγουν τον καθορισμό των τιμών. Για την ακρίβεια, κάθε παρεμβατική οικονομική πολιτική, υπονοεί σιωπηρά είτε ότι το υποκείμενο της δράσης απέτυχε να επιλέξει το πιο “σωστό” μέσο/στόχο, είτε ότι τα άλλα υποκείμενα απέτυχαν να παράσχουν το πιο σωστό μέσο/στόχο. Αυτό είναι και το χαρακτηριστικό του αυτοτροφοδοτούμενου οικονομικού χάους του σοσιαλιστικού σχεδιασμού, όπου η μια παρέμβαση επιδεινώνει την προηγούμενη, καθώς οι σοσιαλιστικές αυτές παρεμβάσεις διαρκώς υπονομεύουν την αυθόρμητη τάξη η/και εκκαθάριση όπως θα προέκυπταν μέσω μιας δυνητικά υποκειμενικής εθελοντικής συναλλαγής των παραγόντων/δρώντων στην οικονομία.
Είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι τόσο οι παρεμβατικές όσο και οι laissez-faire οικονομικές πολιτικές σχετίζονται με τις ενέργειες των πραγματικών παραγόντων/δρώντων που κάνουν πραγματικές επιλογές. Μολονότι η πρώτη επιχειρεί να “διορθώσει” τις προτιμήσεις των παραγόντων/δρώντων που αποδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της δράσης τους λανθασμένες, η τελευταία υποστηρίζει ότι οι λανθασμένες αυτές προτιμήσεις προκύπτουν ακριβώς λόγω των παρεμβάσεων (διατιμήσεων, φόρων, κανονιστικών ρυθμίσεων, επιδοτήσεων) και πως δεν πρέπει να επηρεάζονται από τους σοσιαλιστές του αντικειμενισμού.
Τα κύρια πραξεολογικά χαρακτηριστικά του υποκειμενισμού έχουν ήδη διατυπωθεί από τον Μεσαίωνα (Rothbard, 1995) και επαναλήφθηκαν στη σύγχρονη εποχή. Ωστόσο, το γνωστό debate των τελών του 19ου αιώνα για το “παράδοξο της αξίας” κάλυψε σε μεγάλο βαθμό την πραξεολογική διάσταση της υποκειμενικής αξίας. Την εποχή εκείνη ο Carl Menger (1871) 1994, ο Léon Walras (1872) και ο William Stanley Jevons (1871) 1888), κατέρριψαν την εργασιακή θεωρία των κλασικών και των σοσιαλιστών οικονομολόγων ( Adam Smith, John Stewart Mill, David, Ricardo, Carl Marx) και έβγαλαν στο προσκήνιο δυναμικά το ρόλο των ατομικών προτιμήσεων για τον καθορισμό των τιμών. Αυτή η στροφή ονομάστηκε “η επανάσταση των μαρτζιναλιστών” (marginal revolution) και θεμελιωνόταν στον προσδιορισμό της αξίας ενός αγαθού υποκειμενικά (δηλαδή σε συνάρτηση με τις συγκεκριμένες επιθυμίες που διαφέρουν από άτομο σε άτομο) και όχι αντικειμενικά – δηλαδή, σε συνάρτηση με τον αριθμό ωρών εργασίας, οι οποίες είναι πάντα ίδιες, (ανεξάρτητα από τον παρατηρητή) και που απαιτούνται για την παραγωγή του αντίστοιχου προϊόντος. – Η θεωρία αυτή έκτοτε, έχει αποδειχτεί πολύ πιο αντιπροσωπευτική, αποδεκτή και πειστική καθώς τα βασικά της συστατικά είναι αδιαμφισβήτητα , δοκιμασμένα εμπειρικά σε κάθε έκφανση της οικονομίας, χρονικά και τοπικά.
Βασισμένοι στους Menger, Walras και Jevons, οι οικονομολόγοι σχημάτισαν διαφορετικές οικονομικές σχολές σκέψης σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που υιοθέτησαν σχετικά με την υποκειμενική αξία. Η αντίληψη του Menger για την υποκειμενική αξία (1871), σελ. 139), που στη συνέχεια ενέπνευσε την αυστριακή σχολή, διαφέρει από τις αντιλήψεις των Walras και Jevons κυρίως λόγω της έμφασης που δίνει στην ιεραρχική/σειριακή αξιολόγηση (ordinal utility) διαφόρων αγαθών. Ο Menger (1994), σελ. 120-121) αντλεί το συμπέρασμά του από την ιδέα ότι η αξία εξαρτάται από τη σημασία που αποδίδουν οι άνθρωποι στα διάφορα αγαθά.
Εμπνευσμένοι από την θεωρία της αξίας του Menger, άλλοι συγγραφείς επέστησαν την προσοχή σε ορισμένες συγκεκριμένες πτυχές των επίκαιρων θεμάτων που σχετίζονταν με τον υποκειμενισμό: την ωφέλεια και οριακότητα. Ο Wieser υποστήριξε ότι η γνώση της οριακής αξιολόγησης των αγαθών κατέστη δυνατή από τον παράγοντα της ωφέλειας/ χρησιμότητας. Με αυτό τον τρόπο, έφερε στο προσκήνιο τη σχέση μεταξύ υποκειμενισμού και οριακότητας. Στην ίδια γραμμή σκέψης, ο Böhm-Bawerk ([1892] 2002, σ. 49) αναζήτησε την δυνατότητα ενσωμάτωσης της θεωρίας του κόστους στη θεωρία της οριακής ωφέλειας.
Η ποιοτική προσέγγιση του Menger στην ωφέλεια/χρησιμότητα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ποσοτική ερμηνεία της που παρέχεται από τους άλλους σύγχρονους παράγοντες της μαρτζιναλικής επανάστασης τους Walras και Jevons. Με βάση την ποσοτική ερμηνεία της αξίας, ο Walras, για παράδειγμα, δηλώνει ότι η χρησιμότητα μπορεί να σταθμιστεί. “Χρειάζεται μόνο να υποθέσουμε ότι η χρησιμότητα είναι μετρήσιμη και είμαστε ταυτόχρονα ικανοί να δώσουμε έναν ακριβή, μαθηματικό απολογισμό της επίδρασης που η ασκεί η χρησιμότητα, μαζί με την ποσότητα που αρχικά της ανήκε, στις καμπύλες ζήτησης και ως εκ τούτου στις τιμές” (Walras [1874] Μετάφραση από τα γαλλικά 1977, σελ. 300) Στην ίδια σκέψη, ο Jevons δηλώνει ότι οι αξίες των διαφόρων προϊόντων μπορούν να μετρηθούν μέσω του βαθμού χρησιμότητας των καταναλωτών. Μετά από τον Jevons, πολλοί συγγραφείς υποστήριξαν ότι η χρησιμότητα πρέπει να είναι καρδιναλική, ώστε να είναι μετρήσιμη. Άλλοι συγγραφείς ενέταξαν στην θεωρία της υποκειμενικής αξίας τις προσδοκίες και την γνώση, όμως όπως θα δούμε, η πιο πειστική ερμηνεία είναι αυτή της πραξεολογίας όπως αποδόθηκε απο τον Ludwig von Mises. Θα δούμε πως η ωφέλεια, η οριακότητα αλλά και κάθε άλλο στοιχείο, δεν έχουν σχέση με τον υποκειμενισμό της αξίας.
Θα παρατηρήσουμε τώρα πως και στην “οριακή ωφέλεια” , στην επανάσταση δηλαδή των μαρτζιναλιστών, υπάρχουν κάποια προβλήματα στον μεθοδολογικό ορισμό της αξίας. Η θεωρία της “οριακής ωφέλειας” (marginal utility) σπάζει την ομογενοποίηση των αγαθών δείχνοντας ότι τα άτομα δεν καταναλώνουν ας υποθέσουμε “νερό” ή “διαμάντια”, αλλά συγκεκριμένες ποσότητες αυτών των εμπορευμάτων βασισμένοι στην ωφέλεια, στην χρησιμότητα που τους αποδίδουν και στην ευχαρίστηση/πλήρωση που λαμβάνουν από αυτά. Αυτές οι συγκεκριμένες μονάδες συνθέτουν την κλίμακα προτιμήσεων των ατόμων. Αυτές οι γνώσεις μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε ότι η χρησιμότητα (αξία) ενός συγκεκριμένου προϊόντος θα αυξανόταν αν αφαιρούταν μια μονάδα, η θα μειωνόταν αν προστίθετο μια μονάδα. Ωστόσο, η θεωρία της οριακής ωφέλειας εξηγεί μόνο γιατί ένα πράγμα είναι περισσότερο ή λιγότερο χρήσιμο (ωφέλιμο, πολύτιμο), αλλά δεν απαντά στην ερώτηση: “Τι σημαίνει να είναι χρήσιμο (ωφέλιμο, πολύτιμο);” Για να το θέσουμε διαφορετικά, η θεωρία της οριακής ωφέλειας δεν εξηγεί ποιο κριτήριο πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να ταξινομηθεί η αξία των διαφόρων μονάδων ενός συγκεκριμένου προϊόντος. Για να είμαστε ακριβείς, αυτό το ερώτημα το απαντά η πραξεολογική ερμηνεία της υποκειμενικής αξίας με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Το κριτήριο καθορισμού της οριακής ωφέλειας είναι η πραγματική δράση την στιγμή της συναλλαγής, ένα θεώρημα που διατυπώνεται συνεχώς στο δοκίμιο που διαβάζετε και που ο κόσμος των οικονομικών το οφείλει στον Ludwig von Mises. Αν υποθέσουμε ότι η κλίμακα προτιμήσεων αποκαλύπτεται από τους παράγοντες/δρώντες κατά τη διάρκεια της δράσης τους στην συναλλαγή, τότε υποστηρίζουμε την υποκειμενική αντίληψη της αξίας. Διαφορετικά, υιοθετούμε μια αντικειμενική αντίληψη της αξίας.
Ο ισχυρισμός του Jevons ότι “η αξία εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη χρησιμότητα” (Jevons, 1871] 1888, σελ. 25) δεν καθιστά σαφές το γιατί τα πράγματα έχουν αξία. Δεδομένου ότι η “χρησιμότητα/ωφέλεια” είναι μάλλον μια αφηρημένη έννοια, θα πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής χρησιμότητας/ωφέλειας. Επιπλέον, η εξήγηση ότι τα πράγματα είναι χρήσιμα (έχουν αξία) μόνο σε σχέση με τις εκτιμήσεις των ατόμων, παραμένει ανεπαρκής. Το πρόβλημα με αυτή την εξήγηση είναι ότι απαντά στην εναλλακτική ερώτηση: “Για ποιον είναι χρήσιμα (έχουν αξία) τα πράγματα;” αντί να απαντήσει άμεσα στην ερώτηση: “Τι είναι χρησιμότητα (αξία);” Κάθε αντικείμενο είναι δυνητικά χρήσιμο για τους ανθρώπους. Πώς όμως μπορούμε πραγματικά να γνωρίζουμε ότι ένα συγκεκριμένο αγαθό είναι χρήσιμο (έχει αξία); Αυτή η ερώτηση δεν μπορεί να απαντηθεί πειστικά χωρίς αναφορά στο πραξεολογικό κριτήριο της πραγματικής δράσης. Γιατί είναι χρήσιμο ένα σπίτι; Ένα σπίτι είναι χρήσιμο είτε επειδή κάποιος πραγματικά επέλεξε να το κατασκευάσει (υποκειμενική χρησιμότητα), είτε επειδή αυτό κατασκευάστηκε χωρίς να είναι επιλογή του αντίστοιχου ατόμου να το κατασκευάσει (αντικειμενική χρησιμότητα). Διαφορετικά, εάν η “χρησιμότητα” (ωφέλεια) σημαίνει μόνο “χρήσιμη για τα άτομα”, θα παραμείνει ένα τέλειο συνώνυμο της αξίας και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να μας βοηθήσει να διακρίνουμε μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής αξίας.
Ας επικεντρωθούμε τώρα πιο συγκεκριμένα στη σειριακή κλίμακα προτιμήσεων . Ο Carl Menger ([1871] 1994, σελ. 125) διακρίνεται από τους άλλους μαρτζιναλιστές, όπως ήδη αναφέρθηκε προηγουμένως,
από την έμφαση που δίνει στην σειριακή (και όχι στην απόλυτα αριθμητική) κατάταξη των αγαθών (ordinal utility). Πράγματι, η επιλογή μιας σειριακής (με σειρά προτεραιότητας) αξιολόγησης των αγαθών (η οποία αποκλείει την απόδοση αριθμητικών μεγεθών) δεν επιτρέπει περαιτέρω μαθηματικό υπολογισμό. Ενώ ελάχιστοι μελετητές θα θεωρούσαν ότι οι εμπνευστές της “αριθμητικής χρησιμότητας/ωφέλειας” των πραγμάτων (cardinal utility) είναι υποκειμενιστές, τα πράγματα είναι διαφορετικά όταν πρόκειται για τους “Αυστριακούς” υποστηρικτές της “σειριακής χρησιμότητας/ωφέλειας” (ordinal utility). H Sandye Gloria-Palermo υποστηρίζει πως: “Ακόμα κι αν μπορούμε να αμφισβητήσουμε το γεγονός ότι ο Jevons και ο Walras υποστηρίζουν την υποκειμενική θεωρία της αξίας, σίγουρα δεν μπορούμε να αρνηθούμε την υποκειμενική θεμελίωση της προσέγγισης του Carl Menger. (Sandye Gloria-Palermo, 1999, σελ. 33)
Λαμβάνοντας υπόψη την πραξεολογική ερμηνεία της υποκειμενικής αξίας, είναι πλέον πιθανή η αμφισβήτηση της κοινής εκτίμησης ότι ο Carl Menger ήταν καθαρά υποκειμενιστής και ότι υπάρχει ένας δυναμικός υποκειμενισμός στην προσέγγιση της αξίας από τον Carl Menger.
Από πραξεολογικής πλευράς, ακόμη και μια σειριακή (ordinal) αξιολόγηση των αγαθών, μπορεί να είναι αντικειμενική, δηλαδή αποκομμένη από τις ουσιαστικές ενέργειες/δράσεις των παραγόντων/δρώντων. Για παράδειγμα, ο Bentham (αλλά και πολλοί άλλοι συγγραφείς που γράφουν στο πλαίσιο της ωφελιμιστικής παράδοσης) έχει ήδη διατυπώσει και συζητήσει μια σειριακή (ordinal) ταξινόμηση της ευχαρίστησης ή της χρησιμότητας (Bentham, 1823, σελ. 49-50), η οποία θα πρέπει να θεωρηθεί ως αντικειμενική υπό την έννοια του ότι δεν προκύπτει από τους παράγοντας/δρώντες κατά τη διάρκεια των ενεργειών/δράσεων τους. Ωστόσο, ακόμη και ο Menger ([1871] 1994, σελ. 122-123) φαίνεται διατεθειμένος να διακρίνει μεταξύ πραγματικής και φανταστικής αξίας και ταυτόχρονα να θεωρεί την πραγματική αξία ως αντικειμενικά ανώτερη . Ο von Mises ([1933] 2003, σελ. 183-186), αν και αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματα του Menger στη διατύπωση του νόμου της οριακής ωφέλειας, τον επικρίνει ακριβώς πάνω σ ‘αυτό το πεδίο. Το γεγονός ότι έχει μια σειριακά ιεραρχημένη κλίμακα αξιών (ωφελειών) εξακολουθεί να μην λέει τίποτα από μόνο του για τις πραγματικές επιλογές του παράγοντα/δρώντα. Μια τέτοια σειριακή (ordinal) κλίμακα μπορεί να είναι είτε υποκειμενική (δηλ. να αποκαλυφθεί στην πορεία της δράσης) είτε αντικειμενική (δηλ. Να ανακαλυφθεί και/ή να επιβληθεί στον παράγοντα/δρώντα). Συνοψίζοντας, δεν υπάρχει κάποια λογική αντίφαση μεταξύ της υιοθέτησης μιας σειριακής (ordinal) κλίμακας αξιών και της υποστήριξης της αντικειμενικότητας αυτής της κλίμακας (δηλ. Η κλίμακα αυτή είναι αποκομμένη από την πραγματική επιλογή του παράγοντα/δρώντα και πραξεολογικά μιλώντας, αντικειμενική).
Η αξία είναι υποκειμενική όταν προκύπτει ως αποκλειστικό αποτέλεσμα πραγματικής δράσης που εκτελείται από τον παράγοντα/δρώντα σκόπιμα. Η διάκριση της υποκειμενικής από την αντικειμενική αξία όπως προκύπτει από το κριτήριο της πραγματικής δράσης, επιβεβαιώνει τις πιο κοινές μας διαισθήσεις και επιβάλλει τα λογικά πρότυπα ώστε να κάνουμε μια κατάλληλη διάκριση (δηλ. Αποκλειστικότητα και εξαντλητικότητα). Οποιοσδήποτε άλλος τρόπος για να διακρίνει κανείς τον υποκειμενισμό από τον αντικειμενισμό είναι διφορούμενος. Όσοι επιχειρούν διάκριση χωρίς να βασίζονται στην θεμελίωση του αξιώματος της πραγματικής δράσης, είτε δεν θα καλύπτουν όλους τους τύπους αξίας είτε θα τους αλληλοκαλύπτουν. Με τον πραξεολογικό ορισμό της υποκειμενικής αξίας ως βάση, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν δύο τύποι ασαφειών σχετικά με την ίδια την σημασία της υποκειμενικής αξίας. Αυτές οι αμφισημίες αφορούν την ίδια την έννοια του υποκειμενισμού (ωφέλεια και οριακότητα). Αποδεικνύεται ότι ούτε η ωφέλεια ούτε η οριακότητα αρκούν για να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητα της υποκειμενικής αξίας.
Οι ιδέες της “χρησιμότητας/ωφέλειας” και της “κατα σειρά (σειριακής) ιεράρχησης της χρησιμότητας/ωφέλειας” (ordinal marginal utility) δεν είναι οι βασικοί καθοριστικοί παράγοντες του υποκειμενισμού ώστε να οριστεί η αξία και ως εκ τούτου η “σωστή τιμή”. Η επανάσταση της “οριακής ωφέλειας” και της “υποκειμενικότητας” αποτελούν δύο διαφορετικά γεγονότα στην ιστορία της οικονομικής σκέψης. Η πρώτη τονίζει τη δεδομένη σπανιότητα των αγαθών και ως εκ τούτου μετατοπίζει την εστίαση από τα αγαθά καθεαυτά, σε συγκεκριμένες και διακριτές ποσότητες αυτών
των αγαθών. Η τελευταία αντικαθιστά την αντικειμενική με την υποκειμενική αντίληψη της αξίας, φωτίζοντας ξεκάθαρα ότι η αξία είναι το αποτέλεσμα της πραγματικής επιλογής του υποκειμένου (παράγοντα/δρώντα) και αποκαλύπτεται μόνο μέσω της πραγματικής του δράσης.
Μια κλίμακα αξιών μπορεί να αποκαλυφθεί μόνο κατά τη διάρκεια της πραγματικής δράσης και ως εκ τούτου οι κλίμακες αυτές είναι τόσες όσα είναι και τα υποκείμενα της δράσης (οι παράγοντες/δρώντες). Συνεπώς, η απουσία μιας κοινής κλίμακας αξιών θα πρέπει αναπόφευκτα να εμποδίσει περαιτέρω συγκρίσεις και μέτρα, δηλαδή διαπροσωπικές συγκρίσεις. Επιπλέον, η διαφορά μεταξύ του αντικειμενικού και του υποκειμενικού παραδείγματος μπορεί να τονιστεί όταν εξετάζονται οι συνέπειες της οικονομικής πολιτικής. Ενώ οι υποστηριχτές του αντικειμενισμού μπορούν να υποστηρίξουν των καθορισμό των αξιών, ο υποκειμενισμός θέτει μια αδιαχώριστη σχέση μεταξύ των αξιών και της πραγματικής δράσης του παράγοντα/δρώντα. Οι υποκειμενιστές πρέπει να απορρίψουν οποιαδήποτε παρέμβαση. Αυτή η εξήγηση θα πρέπει να είναι η βάση της κατανόησης των οικονομικών πολιτικών του laissez-faire που υποστηρίζονται από τους μελετητές οι οποίοι εργάζονται στην παράδοση της αυστριακής σχολής.
Επομένως, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι μια πολιτική προσανατολισμένη στην ελεύθερη αγορά δεν συνίσταται ούτε στην έμφαση της ωφέλειας ως συστατικό αξίας, ούτε στην πρόταση για καθορισμό αξιών μέσω κοινής κλίμακας προτεραιοτήτων/προτιμήσεων. Συνίσταται αποκλειστικά στην πραξεολογική ερμηνεία της υποκειμενικής αξίας όπως καθιερώθηκε απο τον Ludwig von Mises, βελτιώνοντας και συστηματοποιώντας τις μερικές ασάφειες των Carl Menger και Eugen Böhm von Bawerk. Στην πραγματικότητα θα ήταν αντιφατικό να διενεργηθούν παρεμβατικές οικονομικές πολιτικές βασισμένες στην πραξεολογική ερμηνεία της υποκειμενικής αξίας. Οποιαδήποτε παρέμβαση (φορολογία, κανονιστικές ρυθμίσεις, επιδοτήσεις) υπονοεί τον περιορισμό της δυνατότητας ενός ατόμου να επιλέξει ελεύθερα τα μέσα και τους στόχους που θα ήθελε να ακολουθήσει. Μια παρεμβατική οικονομική πολιτική εκτρέπει πάντα τους πόρους, προς στόχους που είναι διαφορετικοί από εκείνους που τα άτομα θα είχαν επιλέξει/επιδιώξει διαφορετικά, δηλαδή, ελλείψει κυβερνητικής παρέμβασης. Επιπλέον, η απουσία σαφούς ορισμού του υποκειμενισμού και η επιφανειακή εξομοίωση του με τον ωφελιμισμό μπορεί να προκαλέσει μεγάλη σύγχυση σχετικά με τον τύπο της υπερασπισθείσας πολιτικής.
Ευθύμης Ν. Μαραμής
Παραπομπές:
Bentham, Jeremy. 1789. An Introduction to the Principles of Morals and Legisλation. Vol. 1. London: Pickering, 1823.
Böhm-Bawerk, Eugen von. 1892. “Value, Cost, and Marginal Utility,” Quarterly Journal of Austrian Economics 5, no. 1, 2002.
Gloria-Palermo, Sandye. 1999. The Evolution of Austrian School of Economics. From Menger to Lachmann. New York: Routledge.
Jevons, William Stanley. 1871. The Theory of Political Economy. 3rd ed., London: Macmillan, 1888.
Menger, Carl. 1871. Principles of Economics. Trans. James Dingwall and Bert F. Hoselitz. Grove City, Penn.: Ludwig von Mises Institute
Mises, Ludwig von. 1933. Epistemological Problems of Economics, 3rd ed. Trans. George Reisman. Auburn, Ala.: Ludwig von Mises Institute. 2003.——. 1949. Human Action. A Treatise on Economics. Auburn, Ala.: Ludwig von Mises Institute. 1998.
——. 1962. The Ultimate Foundation of Economic Science: An Essay on Method. 2nd ed. New York: Foundation for Economic Education. 2002.
Rothbard, Murray N. 1995. Economic Thought Before Adam Smith. Ludwig von Mises Institute.
Walras, Léon. 1874. Eléments d’Economie Politique Pure ou Théorie de la Richesse Sociale. Paris: Librairie Générale du Droit et de Jurisprudence, 1952.