Η προτεραιότητα ανέγερσης του τεμένους στην Αθήνα και δη στο Βοτανικό εγείρει ευλόγως σωρεία ερωτημάτων για την χρονική συγκυρία που ανακινείται το ακανθώδες αυτό ζήτημα, την σκοπιμότητα του εγχειρήματος και την εν γένει δημόσια ωφέλεια την οποία θα αποφέρει σήμερα στην καθημαγμένη Ελλάδα το εν λόγω έργο, η οποία αφενός πλήττεται «σύριζα» από την εντεινόμενη οικονομική ύφεση και την ανέλεγκτη ροή παράνομων μεταναστών.
Η ελληνική κυβέρνηση θέσπισε την ίδρυση μουσουλμανικού Τεμένους στην περιοχή του Ελαιώνα (Ν.3512/2006) με έξοδα του ελληνικού κράτους. Ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ιδρύεται, το οποίο θα διοικείται από επταμελές διοικητικό συμβούλιο στο οποίο συμμετάσχει ένας εκπρόσωπος μουσουλμανικών κοινοτήτων. Επίσης ο Ιμάμης που θα ιερουργεί θα αμείβεται από τον τακτικό προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας.
Το κόστος κατασκευής του Τεμένους – χωρητικότητας 350 ατόμων – ανέρχεται σε 1.000.000 ευρώ. Ο σχετικός νόμος 4014/2011 και το άρθρο που προβλέπει τις απαλλοτριώσεις, τις αδειοδοτήσεις και τη χρηματοδότηση του έργου, ψηφίστηκε με ευρεία πλειοψηφία (198 ψήφοι υπέρ και 16 κατά) από τη Βουλή, στις 7 Σεπτεμβρίου του 2011.
Το Τέμενος επί της ουσίας δεν αποτελεί απλώς έναν χώρο λατρείας και μόνο, συνιστά εξ ορισμού ένα συμβολικό μνημείο υπεροχής και επιβολής το οποίο θα δεσπόζει στην Αθήνα σε μία κατοικήσιμη περιοχή, πράγμα το οποίο θα υπονομεύει την πολιτισμική υπεροχή της Αθήνας όπου κυριαρχεί ακατάλυτα το απαράμιλλο κάλλος του Παρθενώνα στην Ακρόπολη.
Περαιτέρω η Ελλάδα στην κατάσταση στην οποία ευρίσκεται σήμερα, αφενός λόγω της Συνθήκης Δουβλίνο ΙΙ καθώς και της ανεπαρκούς φύλαξης των χερσαίων και θαλάσσιων συνόρων της, αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα ανέλεγκτης εισροής μεταναστών, με αποτέλεσμα ο δείκτης της εγκληματικότητας να είναι υπεραυξημένος καθώς και οι επαπειλούμενοι κίνδυνοι της δημόσιας υγείας λόγω κρουσμάτων διαφόρων ασθενειών να είναι πραγματικοί.
Ως εκ τούτου λοιπόν η συντριπτική πλειοψηφία των μη νόμιμων μεταναστών είναι Μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα και θα προσφεύγουν στο Τέμενος εντός του οποίου θα απολαμβάνουν απρόσκοπτα ασυλία όπως ισχύει βάσει διεθνών συνθηκών.
Εις επίρρωσιν των ως άνω αντικειμενικών παραδεδεγμένων συνθηκών, επίκειται η περιοχή του Βοτανικού, δεδομένης και της έκρυθμης κατάστασης με τα «τυφλά» τρομοκρατικά χτυπήματα των «σταυροφόρων» ακραιφνών Ισλαμιστών σε όλη την Ευρώπη, να ναρκοθετήσει την Αθήνα, μετατρέποντας την σε μία βραδυφλεγή βόμβα έκρηξης ωμής βίας στο όνομα του θεού εις, κηρύσσοντας ανένδοτο πόλεμο στους «απίστους» ακριβώς λόγω διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Ήδη το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, ο Δήμος Αθηναίων, παρά την αιδήμονα σιωπή την οποίοι τηρούν, γνωρίζουν εκ των ενόντων, την γκετοποίηση η οποία υφίσταται από συμμορίες μη νόμιμων μεταναστών το ιστορικό κέντρο, οι οποίοι λυμαίνονται των όμορων περιοχών της Αθήνας, δραστηριοποιούμενοι κατ’ επάγγελμα στο οργανωμένο έγκλημα (πορνεία, ναρκωτικά, ληστείες, κλοπές) με αποτέλεσμα να έχει καταστεί ιδίως την νύκτα άβατη περιοχή υψηλής επικινδυνότητας για τους πολίτες της Αθήνας, παρά του γεγονότος ότι επιμελώς μεθοδευμένα, ορισμένα εκ των εξωνημένων Μ.Μ.Ε, τα οποία απολαμβάνουν τον γόρδιο «ερωτικό» δεσμό τους με το τραπεζικό σύστημα , παρασιωπούν την αλήθεια.
Ακόμα είναι παγκοίνως γνωστό ότι πολλοί Μουσουλμάνοι, έχουν μετατρέψει ισόγεια διαμερίσματα σε πολυκατοικίες στην Αθήνα, σε παράνομα τζαμιά με ό, τι τούτο συνεπάγεται για την διασάλευση της ομαλότητας στην καθημερινότητα της εκάστοτε πολυκατοικίας αλλά και της εν γένει γειτονιάς εξαιτίας των έκνομων συνθηκών αυτών.
Άρα η υποβάθμιση της περιοχής και η μετατροπή της σε δυνητικό εκτροφείο εξετρεμιστών και θύλακα παραβατικότητας είναι κοινός τόπος στις περιπτώσεις αυτές.
ΙΙ. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Ελλάδα δεν έχει λύσει ακόμη βασικά προβλήματα, πέραν της οικονομικής κρίσης, σε περίπτωση ανέγερσης του Μουσουλμανικού Τεμένους, θα προλειανθεί το έδαφος για να επισκέπτονται οι διάφορες παραφυάδες, του Ισλάμ, Των Σαλαφιστών, των Ουαχαμπιστών, των αδελφών Μουσουλμάνων κλπ (Σουνιτικές θρησκευτικές ομάδες που όλες έχουν διαφορές θρησκευτικές και πολιτικές μεταξύ τους) ή τις ομάδες Σιϊτών (Ιρακινοί, Κούρδοι, Πέρσες, Σύριοι κλπ) και πώς θα συνυπάρχουν σε ένα τέμενος οι Σουνίτες με τους Σιίτες;.
Σε περίπτωση έκρηξης μεταξύ τους προστριβής ή ενδεχομένως εκδήλωσης εξτρεμιστικής τάσης ή ενδεχομένως και τρομοκρατικής επίθεσης υπάρχει μηχανισμός ελέγχου ή πρόνοιας εκ των προτέρων για την ασφάλεια των πολιτών και των γύρω κατοικιών.
Οι διακηρύξεις από απλούς ιμάμηδες μέχρι επιφανή στελέχη του ισλαμικού κινήματος περί ανωτερότητας του νόμου του Αλλάχ σε σχέση με τον ανθρώπινο νόμο και κατ’ επέκταση και την οργάνωση των κρατών με βάση τον ισλαμικό νόμο (Σαρία) και όχι το Σύνταγμα που είναι ένα απλό ανθρώπινο κατασκεύασμα δεν αφήνουν πολλές αμφιβολίες για τους πραγματικούς σκοπούς του Ισλάμ, πράγμα το οποίο πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι αρχές .
Είναι σαφές λοιπόν, ότι λόγο των ως άνω προβλημάτων, το επίμαχο Τέμενος, θα αποτελεί μία βραδυφλεγή βόμβα η οποία θα ναρκοθετεί τα θεμέλια του Ιστορικού κέντρο, μία σοβούσα θρυαλλίδα κοινωνικής και πολιτισμικής έκρηξης με πολιτικές προεκτάσεις εσαεί.
Εις επίρρωση των ως άνω θα θυμηθούμε απλώς την επιβλητική δημόσια προσευχή, στο κέντρο των Αθηνών, στα Ιστορικά Προπύλαια στις 16 Νοέμβριου του 2010 καταλαμβάνοντας κοινόχρηστο χώρο και προσβάλλοντας ανενδοίαστα και επονείδιστα κατ’ ουσία την ιστορική μνήμη της Ελλάδας, με τον Ρήγα Φεραίο να δεσπόζει αγέρωχος από την μία πλευρά και τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’ στην έτερη.
Η δημόσια αυτή πρόκληση καταδεικνύει την επεκτατική και «φονταμενταλιστική» τάση των Μουσουλμάνων οι οποίοι μη σεβόμενοι την κρατούσα θρησκεία του κράτους υποδοχής επέβαλλαν στανικά τα δικά τους πιστεύω ευθαρσώς, συμβολικώς με διάθεση πολιτικής επέκτασης.
Περαιτέρω απορίας άξιο είναι για ποιο λόγο υπάρχει όλη αυτή η επίσπευση ανέγερσης του τεμένους τη στιγμή την οποία ήδη υπάρχει Τζαμί στο Μοσχάτο το οποίο εξυπηρετεί προσηκόντως τις θρησκευτικές ανάγκες των εν Ελλάδι Μουσουλμάνων.
Ειδικότερα, η Ελλάδα έχει ήδη 300 τζαμιά στη Θράκη για ένα σύνολο 120.000 μουσουλμάνων, εκ των οποίων μόνο το ένα τρίτο είναι τουρκογενείς ή τουρκόφρονες. Ακόμα διαθέτει περί τα 100 και πλέον ανεπίσημα τζαμιά (άτυποι χώροι προσευχής) .
IΙΙ.Ας δούμε με συγκριτικά στοιχεία στον άλλο κόσμο τι συμβαίνει στην Ευρώπη, είναι σαφές ότι η Ελβετία, η Ιταλία και η Αυστρία με διενεργηθέν δημοψήφισμα έχει αντιταχθεί της ανεγέρσεως Τεμένους αλλά και σε άλλες χώρες η κατάσταση δεν είναι ειδυλλιακή, με συνεχή προβλήματα λόγω της ιδιάζουσας φύσης του Ισλάμ και των συνεχών συγκρούσεων, λόγω θεμελιακών και αφετηριακών πολιτισμικών διαφορών. Σε κάθε περίπτωση όμως η Ελλάδα είναι ιδιαίτερα μικρή, πληθυσμιακά να αναλάβει ένα τέτοιο βάρος, τη στιγμή την οποία ήδη βουλιάζει από την εισροή μεταναστών.
Επιπροσθέτως το άρθρο 17 § 7 του Συντάγματος λέγει ότι νόμος μπορεί να ορίσει τα σχετικά με τη συμμετοχή στη δαπάνη του Δημοσίου αυτών που ωφελούνται από την εκτέλεση έργων κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας, για την γενικότερη ανάπτυξη της χώρας.
Το άρθρο 3 λοιπόν του Ν. 3512/2006 ευρίσκεται σε πλήρη δυσαρμονία με το άρθρο 17 παρ. 7 του Συντάγματος το οποίο προβλέπει ότι το κόστος ανέγερσης θα βαρύνει τον Ελληνικό προϋπολογισμό.
Κατά συνέπεια λοιπόν το Μουσουλμανικό Τέμενος υπάγεται στα έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την ανάπτυξη της χώρας, ώστε το Δημόσιο να συμμετάσχει στην Δαπάνη αυτή για την ανέγερση του καθώς και την συντήρηση αυτού; Ποια είναι τα οφέλη του Δημοσίου καθώς και για τον Ελληνικό λαό;.
Περαιτέρω το άρθρο 17 παρ. 6 του Συντάγματος διαλαμβάνει τα εξής : «όταν πρόκειται να εκτελεστούν έργα κοινής ωφέλειας ή γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας, νόμος μπορεί να επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπέρ του δημοσίου ευρύτερων ζωνών, πέρα από τις εκτάσεις που είναι αναγκαίες για την κατασκευή των έργων. Ο ίδιος νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους μιας τέτοιας απαλλοτρίωσης, καθώς και τα σχετικά με τη διάθεση ή χρησιμοποίηση, για δημόσιους ή κοινωφελείς γενικά σκοπούς, των εκτάσεων που απαλλοτριώνονται επιπλέον όσων είναι αναγκαίες για το έργο που πρόκειται να εκτελεστεί.»
Ως εκ τούτου λοιπόν δυνάμει των ως άνω διατάξεων πως συμβιβάζεται ο Ν. 4014/2011 ο οποίος προβλέπει την απαλλοτρίωση και τις σχετικές αδειοδοτήσεις για την ανέγερση του Τεμένους σε κάθε περίπτωση με το άρθρο 17 παρ. 6 του Συντάγματος, όπου το Δημόσιο παραχωρεί προς το Υπουργείο Παιδείας την έκταση του Βοτανικού, στις εγκαταστάσεις του Πολεμικού Ναυτικού;
Επομένως, είναι άτοπη φρονώ μία τέτοια συζήτηση ιδίως αυτήν την κρίσιμη οικονομική περίοδο που διέρχεται η Ελλάδα τη στιγμή την οποία αδυνατεί να ελέγξει στοιχειωδώς την αθρόα εισροή μη νόμιμων μεταναστών καθώς η ανέγερση ενός τέτοιου τεμένους θα αποτελέσει πόλο έλξης μην νόμιμων Μουσουλμάνων μεταναστών οι οποίοι εμφορούμενοι από μία εντελώς πολεμική κουλτούρα θα πυροδοτήσουν εντάσεις στους κόλπους της Αθηναϊκής κοινωνίας διασαλεύοντας την κοινωνική ειρήνη.
Είναι πρόδηλο ότι υπό τις ανωτέρω περιγραφείσες συνθήκες στην Ελλάδα, η ανέγερση Τεμένους θα δημιουργήσει θύλακα επεκτατικών βλέψεων των Μουσουλμανικών χωρών, επενεργώντας εν είδει μίας σύγχρονης μορφής αποικιοκρατίας η οποία θα απειλήσει την εθνική μας αυτοτέλεια σε μία ιδιαίτατα κρίσιμη ιστορική καμπή λόγω της υφιστάμενης οικονομικής κρίσης.
Η υλοποίηση του εγχειρήματος αυτού έχει έντονο πολιτικό υπόβαθρο και θα έπρεπε να συζητηθεί εμπεριστατωμένα και να συνδυαστεί αρμονικά με όρους αμοιβαιότητας και διπλωματίας.
IV. Το μείζον ζητούμενο είναι ότι σε κάθε περίπτωση η ανέγερση Τεμένους στο Βοτανικό ή το Τζαμιού στο Μοναστηράκι είναι επί της παρούσης μία άκαιρη συζήτηση για τους ως άνω προαναφερθέντες λόγους τη στιγμή την οποία η Ελλάδα δεν έχει εισέτι λύσει κρίσιμα πολιτικά ζητήματα όπως η ροή των μεταναστών στη χώρα που αποτελούν πρόκριμα για την δημιουργία επίσημου χώρου λατρείας των Μουσουλμάνων.
Επιπλέον η τοποθεσία ανέγερσης Τεμένους ή και απλώς Τζαμιού έχει πολιτισμικά συμβολικό χαρακτήρα και επουδενί πρέπει να ευρίσκεται στο Ιστορικό Κέντρο διότι κατά αυτόν τον τρόπο αλλοιώνεται ο δεσπόζων πολιτισμικός χαρακτήρας της Ελλάδας, με τα αρχαία ελληνικά μνημεία και τις ελληνο-ορθόδοξες εκκλησίες στοιχεία που υποδηλώνουν την διαχρονική συνέχεια της αργόσυρτης ελληνο-ορθόδοξης παράδοσης στο διάβα των αιώνων.
Ως εκ τούτου λοιπόν η Ελλάδα πρέπει να είναι αυστηρή σε οιαδήποτε διαπραγμάτευση ως προς την ανέγερση Τεμένους ή τζαμιού, τόσο ως προς την χρονική συγκυρία υλοποίησης όσο και ως προς την τοποθεσία.
V. Συναφές είναι το ζήτημα και της ίδρυσης Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών στη θεολογική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Καταρχάς η προβληματική που αναφύεται εν προκειμένω είναι για ποιο λόγο υπάρχει μία δήθεν υπερευαισθησία υπέρ των θρησκευτικών δικαιωμάτων των Μουσουλμάνων αρχής γενομένης με την επίσπευση ανέγερσης του Τεμένους και εν συνεχεία την ίδρυση τμήματος Ισλαμικών σπουδών.
Την ίδια στιγμή όπου η ορθόδοξη παράδοση περιφρονείται και λοιδορείται τόσο από τους πολιτικούς ταγούς όσο και από το Υπουργείο Παιδείας καθότι ουδείς υπερθεμάτισε δια την ενίσχυση της διδασκαλίας στα σχολεία ή για τον εμφατική μελέτη των βίων των Αγίων ή των θησαυρών του Αγίου Όρους.
Ενώ δηλαδή η Ορθοδοξία απαξιώνεται συλλήβδην και έχει εμπεδωθεί ένας διάχυτος αντικληρικαλισμός στην κοινωνία, αντί οι πολιτικοί να επιδιώκουν να αντιστρέψουν την αρνητική εικόνα της εκκλησίας υπερ-προβάλλεται μονομερώς για άδηλους προς εμέ λόγους ο Μουσουλμανισμός και το Ισλάμ, απλώς επισημαίνω το καταφανές των δύο μέτρων και των δύο σταθμών το οποίο χρήζει ανυπερθέτως ερεύνης.
Επί της ουσίας τώρα η ίδρυση τμήματος ισλαμικών σπουδών, καταργεί τον ομολογειακό χαρακτήρα της Θεολογικής Σχολής της Θεσσαλονίκης μετατρέποντας τον σε θρησκειολογικό. Ακόμη το Ισλάμ αντιστρατεύεται σφόδρα την Αγία Τριάδα Ομοούσιο και Αδιαίρετο που συνιστά δογματικά την πεμπτουσία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Μία λύση είναι να γίνει Τμήμα στη Φιλοσοφική Σχολή όπως ιδρύθηκε και Τμήμα Εβραϊκών Σπουδών, εφόσον συντρέχει λόγους κατεπείγοντος από υπερεθνικές ενδεχομένως δυνάμεις. Για ποιο λόγο λοιπόν επεκτείνονται στην Θεολογική Σχολή τη στιγμή την οποία όπως και προανέφερα λογίζεται ως κρατούσα Θρησκεία κατά το Σύνταγμα;
Εν ολίγοις υφίστανται θεμελιακές διαφορές ερμηνείας του κόσμου καθώς επίσης και πολιτισμικές όπου θα πυροδοτούσε κλίμα έντασης μεταξύ των φοιτητών της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης και του Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών.
Εν τέλει το ζητούμενο της προβληματικής αυτής είναι ποια είναι η αιτία που ωθεί την Πολιτεία στην ανακίνηση αυτών των ζητημάτων την παρούσα συγκυρία, με ποια αφορμή και τι σκοπό επιδιώκει, αφότου αποσαφηνιστούν λοιπόν τα ελατήρια τότε θεωρώ πώς είναι κρίσιμο να γίνει μία διαβούλευση με νηφαλιότητα ορθολογισμό και αμοιβαιότητα.
Τούτο επομένως σημαίνει, ότι δεν είμαστε εξορισμού και εκ των προτέρων αρνητικοί στην ανέγερση ενός Τεμένους πλην όμως να αποκατασταθεί πρώτα το κύρος της Ορθοδόξου Παραδόσεως εντός των τειχών της Ελλάδας από τους ίδιους τους θεσμικούς παράγοντες οι οποίοι υπερθεματίζουν υπέρ των Μουσουλμάνων ή εν γένει υπέρ των αλλόδοξων και αποκηρύσσουν μετά βδελυγμίας την Ορθόδοξη παράδοση ως σκοταδισμό.
Είναι σύνηθες να παρατίθενται τα άκρατα και δογματικά επιχειρήματα ορισμένων κομμάτων τα οποία τάσσονται αναφανδόν υπέρ της ανεγέρσεως, άνευ ετέρου τινός, με το μόνο δήθεν επιχείρημα του ατομικού δικαιώματος ελεύθερης θρησκευτικής λατρείας και την προσφιλή συνθηματολογία περί ρατσισμού, ξενοφοβίας, μισαλλοδοξίας και ούτω καθ’ εξής, στρουθοκαμηλίζοντας στην κυριολεξία για τις αφανείς, πλην καίριες πτυχές της απερίσκεπτης υποστήριξης ενός τέτοιου εγχειρήματος για την δημόσια τάξη, ασφάλεια και εν γένει την συνοχή της κοινωνίας καθώς ουδαμώς λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες επικρατούσες συνθήκες σήμερα στην Αθήνα.
Η κραυγαλέα αντίφαση των θέσεων αυτών των κομμάτων είναι ότι προδήλως περιπίπτουν σε καταφανείς ανακολουθίες και δολιχοδρομίες ως προς την επιχειρηματολογία τους, με αποτέλεσμα να εκτίθενται υπέρμετρα και ανεπανόρθωτα, δημιουργώντας πλέον και αμφιβολία για την εγκυρότητα των απόψεών τους στην κοινή γνώμη.
Ενώ δηλαδή καταφρονούν και συγκεντρώνουν τα πυρά τους ενάντια στους Χριστιανούς Ορθόδοξους προσάπτοντάς τους αφοριστικά το μετεωριζόμενο στίγμα του «φονταμενταλιστή» κατά καιρούς, του «συντηρητικού-γραφικού- ευσεβιστή» λοιδορώντας απαξιωτικά και καταφρονητικά την πίστη τους ή πάμπολλες φορές, δημοσίως εκδηλώνουν συλλήβδην την ασέβειά τους προς αυτούς ή και επιδεικτικά διατρανώνουν την αθεΐα τους, από την άλλη πλευρά όταν επρόκειτο για Μουσουλμάνους αλλάζουν άρδην την συμπεριφορά τους.
Αίφνης είναι πιο προσεκτικοί στα λεγόμενά τους και καθίστανται λάβροι υποστηρικτές των θρησκευτικών τους δικαιωμάτων καθώς και αυτόκλητοι υπέρμαχοι της ευσέβειάς τους (των Μουσουλμάνων) και της ένδοθεν πίστη τους στον αληθινό για αυτούς θεό, ενώ στον αντίποδα οι ορθόδοξοι Χριστιανοί είναι εν γένει σκοταδιστές και οιονεί ψυχοπαθείς επειδή λατρεύουν το Χριστό ή προσκυνάνε την Παναγία στην Τήνο με όλη την εν Ελλάδι προσφιλή φληναφηματολογία τους, ενώ για τους Μουσουλμάνους όλα είναι αποδεκτά, ανεπίληπτα και στέκονται ενεοί και σιωπηλοί προς την θρησκευτική τους ελευθερία. Ουδ’ επελάχιστον υπεισέρχονται σε λεπτομέρειες περί της Θρησκείας του Θεού τους (των Μουσουλμάνων).
Τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά λοιπόν αυτών των κομμάτων τα οποία σε μία δυσεξήγητη και κατάφωρα μη ισότιμη κρίση τους αφενός καθίστανται διαπρύσιοι συνήγοροι της θρησκείας των Μουσουλμάνων αλλά τουναντίον δημόσιοι κατήγοροι κατά των αντίστοιχων δικαιωμάτων των Χριστιανών Ορθοδόξων εν Ελλάδι.
Επίσης στο ίδιο μήκος κύματος με το ίδιο παράλογο και “suigeneris” σκεπτικό τους τα εν λόγω κόμματα, επικαλούνται δήθεν την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για να θεμελιώσουν την επιχειρηματολογία τους υπέρ των Μουσουλμάνων πλην όμως την ερμηνεύουν μονόπλευρα και στρεβλά, μα το κυριότερο δε από όλα το οποίο συνιστά μείζονος σημασίας ατόπημα είναι ότι την ίδια ακριβώς στιγμή, παρασιωπούν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αποτελεί την Επίσημη Θρησκεία του Ελληνικού Κράτους με Συνταγματική κατοχύρωση, ειδικότερα το άρθρο 3 το οποίο διαλαμβάνει τα εξής : « Η Επικρατούσα Θρησκεία στην Ελλάδα είναι η Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού. Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, υπάρχει αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού.»
Συμπερασματικά ουδείς θεωρώ εκ των Ελλήνων διακατέχεται από μισαλλοδοξία και αρνείται στείρα την ανέγερση ενός Τεμένους-Τζαμιού, υπό την έννοια εν πάση περιπτώσει της δυνατότητας πίστης των Μουσουλμάνων, αυτό το οποίο θίγει την κοινή γνώμη και το περί αίσθημα δικαίου είναι όπως και προανέφερα εκτενώς η πολιτική διάσταση του ζητήματος, ήτοι η μονομέρεια η οποία καλλιεργείται.
Ενδεικτικά αναφέρω οι αυτόκλητοι προοδευτικοί και δήθεν ριζοσπάστες τάσσονται άνευ όρων και αναφανδόν προς οτιδήποτε δεν είναι Ελληνικό και επιχειρηματολογούν περί της πίστης των άλλων λαών και «συνωστίζονται» στο να περιφρουρήσουν την θρησκευτική τους πίστη, ενώ την ίδια στιγμή μάχονται για την πίστη των Ελλήνων χαρακτηρίζοντάς τους, ως συντηρητικούς και δεκτικούς χλευασμού.
Επιπλέον οι ίδιοι επίσης (προοδευτικοί) οι οποίοι εκ του ασφαλούς ομιλούν περί των δικαιωμάτων των άλλων, αρκεί απλώς να είναι έξω από την αυλή τους, υπό την έννοια ότι καθίστανται αμήχανοι ή αδιάφοροι για το ενδεχόμενο έξαρση της εγκληματικής συμπεριφοράς εξαιτίας και συνεπεία μία τέτοιας κατάστασης.
Ως εκ τούτου λοιπόν για τους ως άνω ειδικούς λόγους, το θέμα Ισλάμ και των Μουσουλμάνων την παρούσα συγκυρία είναι πολυπαραμετρικό, συναρτάται από το μεταναστευτικό καθώς και την ανέλεγκτη κατάσταση η οποία επικρατεί, μολονότι έχουν αυξηθεί τα αστυνομικά μέτρα επιτυχώς, στο Ιστορικό Κέντρο.
Επομένως, δεδομένου ότι και το ίδιο το Σύνταγμα κατοχυρώνει τον Θρησκευτικό πλουραλισμό μία λύση είναι καταρχάς να αναγερθεί χώρος λατρείας των Μουσουλμάνων εκτός των Αθηνών, εφόσον συνεκτιμηθούν και ληφθούν υπόψη όλες οι ως άνω παράμετροι.
Τώρα καθόσον αφορά την Ίδρυση έδρας Ισλαμικών Σπουδών, να ακολουθηθεί το παράδειγμα των Εβραϊκών Σπουδών στην Φιλοσοφική Σχολή.
Εν κατακλείδι, η «θεσμική» επιδρομή του Ισλάμ στην Ελλάδα, πρέπει να αναπτυχθεί με γνώμονα και το συμφέρον του τόπου σε συνάρτηση με την διαφύλαξη της εθνικής ιδιοπροσωπίας της Ελλάδας ως χώρας υποδοχής και ιδίως σήμερα κατά την ιδιαζόντως κρίσιμη στιγμή της επελαύνουσας Παγκοσμιοποίησης η οποία σκοπεί στο κατακερματισμό των Εθνών Κρατών, στην ολοσχερή εξάλειψη του Ελληνισμού δια της προώθηση επείσακτων πολιτισμών και την εγκαθίδρυση παράνομων μεταναστών ως εποίκων με την αμέριστη υποστήριξη άδηλης προελεύσεως μη κυβερνητικών οργανώσεων.