Γράφει ο Μενέλαος Τασιόπουλος
Όταν κάπου εκεί στο τέλος της εποχής Σημίτη τα «ορφανά του εκσυγχρονισμού» θέλησαν να πουν κάτι για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους παρουσία, βρήκαν μια λέξη που αρχικά έμοιαζε παράταιρη για τον σκοπό που τη χρησιμοποιούσαν. Η λέξη αυτή ήταν το «αφήγημα». Ολόκληρη η φράση ήταν: «Η Ελλάδα χρειάζεται ένα νέο αφήγημα». Περίπου άρχιζε ιστορικά η περίοδος της «αφηρημένης» σοσιαλδημοκρατίας, που εξέφρασε ή θέλησε να εκφράσει ο Γ. Παπανδρέου.
Υπάρχουν δύο περίοδοι στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Η πρώτη με «καθοδηγητή» τον Ανδρέα Παπανδρέου, η οποία αποτέλεσε την αποθέωση του μικροαστισμού και της χλιδής που αυτή η ευρεία μάζα του πληθυσμού επιθυμούσε να ζήσει, μαζί με το τέλος του στασιμοπληθωρισμού.
Η δεύτερη, αυτή που «ζωντάνεψε» τα χρόνια του Κ. Σημίτη, με τον γερμανικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και του κράτους, που αποθέωσε την «βρυξελλιώτικη» αντίληψη του γκρίζου κοστουμιού και της τεχνοκρατίας-υπηρέτη των «μεγάλων συμφερόντων», εγχώριων και ευρωπαϊκών. Τότε παρουσιάστηκε μια νέα τάξη αστών, προερχόμενη από το μείγμα του βλαχομπαρόκ μικροαστού, που αποθεώθηκε στην πρώτη. Οι «πεινασμένοι», λησμονημένοι και διωκόμενοι από το καθεστώς της Δεξιάς, σύμφωνα με τη συνήθη μυθολογία της Αριστεράς, χλεύασαν, εξαπάτησαν, έκλεψαν, χόρτασαν την πείνα τους, οργανική και ψυχολογική, την πρώτη περίοδο και στη συνέχεια θέλησαν να μετατραπούν σε καθεστώς· να αποτελέσουν τη νέα ευταξία.
Συνεργάστηκαν με μια σειρά τραπεζικών, που ήθελαν να γίνουν τραπεζίτες, καθηγητών πανεπιστημίου που πίστευαν στην αποεθνικοποίηση της χώρας και τη «νέα πατρίδα» της Ευρωπαϊκής αστερόεσσας και κάποιους πολύ σοβαρούς νομικούς του αθηναϊκού κατεστημένου. Οι τελευταίοι αυτοί με πολύ σημαντικό ύφος χειρίστηκαν τη μετατροπή του εθνικού πλούτου μαζί με το μαζικό εισόδημα των πολιτών του έθνους σε ιδιωτικό πλούτο ενός «κλειστού κύκλου» ανθρώπων του συστήματος ΠΑΣΟΚ· αφού άλλωστε όλα είναι ΠΑΣΟΚ και οι δύο περίοδοι τίποτα διαφορετικό από τις δύο όψεις του αρχαίου θεού Ιανού.
Οι εκφραστές των δύο αυτών περιόδων δεν ταιριάζουν μεταξύ τους ούτε κοινωνικά ούτε στον τρόπο ζωής τους ούτε στα θέλω ούτε στα είναι τους. Υπάρχει μια χαρακτηριστική σκηνή, που δείχνει τη διαφορά αλλά και την κοινότητά τους στη διαχείριση της εξουσίας. Βρίσκονται στο υπουργικό συμβούλιο ο Κ. Σημίτης, πρωθυπουργός τότε, και ο Χ. Πρωτόπαπας, υπουργός τότε, εκσυγχρονιστής αλλά με όλα τα χαρακτηριστικά του «παλαιοπασόκου». Πρωινή η συνεδρίαση, παρήγγειλαν οι περισσότεροι καφέ. Ο Κ. Σημίτης, γαλλικό όπως συνήθιζε, και ο Χ. Πρωτόπαπας φραπέ, όπως επίσης συνήθιζε. Ο Κ. Σημίτης με περιπαικτική διάθεση γυρίζει στον υπουργό του και του λέει με επιμελημένα υπεροπτικό ύφος: «Χρήστο, ο καφές πίνεται ζεστός και το κρασί σε θερμοκρασία δωματίου (υπονοώντας το κόκκινο κρασί)».
Είναι μια πραγματικότητα. Μετά τον θάνατο του Α. Παπανδρέου το σύστημα εξουσίας και ελέγχου της χώρας «διαφεντεύεται» από το «καθεστώς» Σημίτη. Δεν είναι μόνον τα πρόσωπα του οικονομικού επιτελείου τύπου Στουρνάρα ή Χαρδούβελη που κυριαρχούν στις εξελίξεις. Είναι το γεγονός ότι όποιον και αν εκλέξει πρωθυπουργό ο λαός, Γ. Παπανδρέου χθες, Α. Σαμαρά σήμερα, Α. Τσίπρα αύριο, δεν προκύπτει τίποτα διαφορετικό από αλλεπάλληλες κυβερνήσεις Σημίτη. Η χώρα «χειραγωγείται» στον απόλυτο βαθμό από το νόμισμα του ευρώ αλλά και από την αδυναμία της Δεξιάς και της Αριστεράς να εξωθήσουν δυναμικά πρόσωπα του εφοπλισμού, των επιχειρήσεων και των ικανών που δεν κυβέρνησαν ποτέ να ανακαταλάβουν το Κέντρο· να συγκροτήσουν μια χώρα που θα αποτελέσει το «ανατολικό Μονακό», το κοσμοπολίτικο πριγκιπάτο της Μεσογείου από την πλευρά της Δύσης στη «μεγάλη Ανατολή» που προκύπτει.
Κοσμοπολιτισμός πραγματικός και όχι «ευρωζωνικός» της λίστας του Σίντλερ. Ισχυρός όσο και η εμπορική αρμάδα του ελληνικού εφοπλισμού. Η Ελλάδα ναι, μπορεί να έχει όνειρο, αρκεί να πιστέψει σε αυτό…
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία, Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014.