Η οικονομική κρίση στην Ελλάδα γέννησε μια σειρά ζητημάτων στην κοινωνία που με τα αντανακλαστικά της κλήθηκε να λύσει με κάθε μέσο. Η αλματώδης ανεργία και η φτωχοποίηση μερίδας του ελληνικού λαού οδήγησε τον κρατικό μηχανισμό στην στήριξη των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Παράλληλα μεγάλες πρωτοβουλίες δεκάδων φορέων τόσο της τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και ιδιωτών βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή προκειμένου να παράσχουν ένα χέρι βοήθειας σε όσους το είχαν ανάγκη. Κοινωνικά Παντοπωλεία, Συσσίτια, Φαρμακεία, Ιατρεία ιδρύθηκαν από τους Δήμους και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Είναι όμως αυτή η προσέγγιση αρκετή ή αποτελεί μια ακόμη λάθος κίνηση;
Δεν είναι καινούργια η σχολή σκέψης που θέλει την κοινωνική πολιτική να μοιάζει περισσότερο με φιλανθρωπία. Κανείς δεν αρνήθηκε την στήριξη των δοκιμαζόμενων πολιτών οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βρέθηκαν στην ανάγκη. Όμως, το ράλι φιλανθρωπίας που διακατέχει τους Δήμους θυμίζει μια μικρογραφία του λάθους που έκανε η ελληνική κρατική μηχανή τα χρόνια των παχιών αγελάδων: Έδινε απλόχερα θέσεις, χρήματα και ο,τι άλλο λαχταρούσε ο Έλληνας πολίτης χωρίς όμως να παράγει τον ανάλογο πλούτο. Το ράλι υποσχέσεων για δημιουργία κοινωνικών (δωρεάν δηλαδή) δομών για όλο και μεγαλύτερη μερίδα των πολιτών, ξυπνά μνήμες υποσχέσεων παλαιοκομματικών παραγόντων και σοσιαλιστικές πρακτικές άλλου τύπου χωρών.
Θα πρέπει λοιπόν να διαχωρίσουμε την κοινωνική πολιτική από την επικοινωνιακού τύπου φιλανθρωπία για λόγους μάρκετινγκ των μεγάλων επιχειρήσεων. Επιπλέον, θα πρέπει να διαχωρίσουμε τις κοινωνικές ομάδες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι ευαίσθητες (παιδιά, ηλικιωμένοι, πολίτες με νοητική υστέρηση και χρόνια πάσχοντες κλπ.), τα ιδρύματα και την Εκκλησία με τους ανέργους και τους νεοπτώχους. Η ανεργία και οι μειώσεις των ημερομισθίων δεν μπορούν να λυθούν με κινήσεις που εμμέσως πλην σαφώς μειώνουν την αξιοπρέπεια των δοκιμαζόμενων πολιτών. Αντιθέτως, διαιωνίζουν μια κατάσταση και προσφέρουν άλλοθι στην απουσία σοβαρής αναπτυξιακής πολιτικής των τοπικών παραγόντων.
Την ώρα που εκατομμύρια ευρώ παραμένουν αδιάθετα από τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και εκατοντάδες επιχειρηματίες βρίσκονται σε απόγνωση από την γραφειοκρατία και την δαιδαλώδη νομοθεσία, είναι υποκριτικό να πιστεύουμε ότι με ένα πιάτο δωρεάν φαγητό θα λυθεί η κοινωνική καχεξία που προκλήθηκε από παλαιότερα λάθη. Η νέα ώθηση στις δημόσιες επενδύσεις και τα έργα ουσίας με την παράλληλη μετεκπαίδευση των ανέργων σε ειδικότητες που πραγματικά χρειάζονται προσωπικό θα μπορούσαν να ήταν αξιόλογες πρωτοβουλίες χωρίς ιδιαίτερο κόστος από τους τοπικούς φορείς σε συνεργασία με την κεντρική εξουσία.
Μεγάλη ευκαιρία για την τοπική κοινωνία και τους Δήμους θα πρέπει να θεωρηθεί η συνειδητοποίηση των πολιτών ότι τα κοινά τους επηρεάζουν. Αυτή η ευκαιρία δεν πρέπει να σπαταληθεί αλλά να διοχετευτεί δημιουργικά σε μια άλλη διάσταση της κοινωνικής πολιτικής που είναι ο εθελοντισμός, μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση από την φιλανθρωπία και το περιστασιακό μάζεμα τροφίμων. Όταν οι πολίτες αναλάβουν δράση με γνώμονα το κοινό καλό, η αλληλεγγύη που γεννάται, συνεισφέρει στην ποιότητα ζωής και αναδεικνύει τις χρόνιες ατέλειες που είχαμε ως τώρα σαν λαός.
Για να μην καταλήξει η πατρίδα μας ένα απέραντο συσσίτιο νεοπτώχων λοιπόν χρειάζεται δημιουργικότητα και πάνω απ’ όλα βούληση ότι τίποτα δεν τελείωσε. Η αλληλεγγύη του Έλληνα θα υπάρχει πάντοτε χωρίς οριοθετήσεις. Η αξιοπρέπεια του όμως τον αναγκάζει να υπερνικήσει κάθε εμπόδιο όσο δυσθεώρητο κι αν είναι. Ώρα για δουλειά λοιπόν!