Σχεδόν μισό αιώνα κοινωνικών-πολιτικών συγκρούσεων και συνταγματικών εκτροπών διήρκησε η διαδικασία ενηλικίωσης της σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας κατορθώνοντας να μεταβεί σε ένα επίπεδο πολιτικής και κοινωνικής αποδοχής των ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών όλων των πολιτών. Πλην όμως μολονότι σεισμικές εξελίξεις έλαβαν χώρα στην υπόλοιπη Ευρώπη και δη μετά το 1989 και την συνακόλουθη πτώση του (αν-) υπαρκτού σοσιαλισμού, η αριστερά στη χώρα παρέμεινε πολιτικά κυρίαρχη, με το κύριο αφήγημα να τονίζει την ανικανότητα της ελληνικής κοινωνίας να αυτοπροστατευθεί και να την αντιμετωπίσει σε ιδεολογικό επίπεδο.
Η εμπάκτωση δημοκρατικής συνειδήσεως σε όλους τους πολίτες είναι γεγονός, πλην όμως η δημοκρατική συνείδηση δεν είναι αποτέλεσμα ενός Συντάγματος όσο γλαφυρά και αν αποτυπώνονται σε αυτό οι φιλελεύθερες προθέσεις του, αλλά της διαμόρφωσης μιας πολιτικής κουλτούρας κοινωνικο-πολιτικής ενσωμάτωσης και αποδοχής των διαφορετικών και αντιθετικών τάσεων που τη συνθέτουν όπως έχει εύστοχα παρατηρήσει ο Ν. Διαμαντούρος ήδη από το 1984.
Οι διαφορετικές στρατηγικές προσαρμογής και επαναπροσδιορισμού πολιτικών φορέων και οργανώσεων σε μια δημοκρατική Ελλάδα, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κοινωνό των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, επέτρεψαν τη διαμόρφωση ενός «κενού χώρου» στην πολιτικό-κοινωνική σκακιέρα. Αυτός ο «κενός χώρος» παρατηρείται κυρίως σε ιστορικές περιόδους μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών αλλαγών και εξελίξεων τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές περιβάλλον καθώς τμήματα του πληθυσμού αδυνατούν ή αρνούνται να κατανοήσουν και να προσαρμοστούν στα δεδομένα της νέας πραγματικότητας, επιζητώντας την παραμονή στην υπάρχουσα κατάσταση ή ακόμη και την οπισθοδρόμηση σε καταστάσεις παρελθοντικές που τους εξασφαλίζουν αίσθημα ασφάλειας, σε αντίθεση με το αίσθημα αβεβαιότητας ενός νέου και άγνωστου κόσμου.
Έτσι στην Ελλάδα δεν εμφανίζεται «Δεξιό» κόμμα, στην ιδεολογική του αποτύπωση, επίσημα και ξεκάθαρα. Υπάρχουν είτε κεντροδεξιές εκδοχές ή ακροδεξιές αποκλίσεις. Αυτό δε κυρίως προέκυψε λόγω μιας ανεξήγητης και αναιτιολόγητης ενοχικής στάσεως της Δεξιάς, πλήρως υποταγμένης στο επιθετικό μάρκετινγκ της Αριστεράς.
Η Αριστερά από την άλλη πλευρά είχε και έχει σταθερά ως κεντρικό στόχο, να ανασύρει, είτε εμφανώς είτε σιωπηρώς, μνήμες του εμφυλίου 1945-1949 και της επταετίας 1967-1974 όπου, σύμφωνα με αυτήν, τα αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα συνεχίζουν να υπάρχουν, έστω και μεταλλαγμένα στην σημερινή συγκυρία, και γι’ αυτό είναι απαραίτητη η συνέχιση του «εμφυλίου» πολέμου με άλλα μέσα.
Διαμορφώνει και οικοδομεί έτσι ένα μυθοπλαστικό σενάριο πώλησης διαφημιστικού προϊόντος που ανασύρει στον καταναλωτή-πολίτη τη φρίκη της διχόνοιας και της σύγκρουσης, με «εκδικητή» και «λυτρωτή» τον «αριστερό», όπου εν καιρώ δημοκρατίας επιθυμεί να μεταφέρει αυτόν τον καταναλωτή-πολίτη στις δεκαετίες του 1940. Έτσι επιβιώνει στην μάταιη προσπάθειά της για να υπάρξει, σε μια νησίδα (Ελλάδα), την στιγμή κατά την οποία όλο το γειτονικό Ευρωπαϊκό περιβάλλον είναι από αδιάφορο ως απολύτως εχθρικό απέναντί της.
Σε αυτό το μυθοπλαστικό σενάριο της Αριστεράς, οι «εχθροί» αποκόπτονται από το υπόλοιπο περιβάλλον, απομονώνονται και αναδεικνύονται ως «οι υπέρτατοι εχθροί του λαού και του έθνους». Οι πολιτικές εκτιμήσεις, διαπιστώσεις και κριτικές περί της υφισταμένης καταστάσεως που μπορεί κανείς να συναντήσει σε δημόσιες συζητήσεις, περιπλέκονται με συνθηματολογίες του παρόντος και του παρελθόντος, ιστορικά γεγονότα εκτός χώρο-χρονικού πλαισίου και εικόνες (μεταφορικά και πραγματικά [πίνακες – κάδρα]) μιας άλλης παλαιότερης εποχής.
Σε αυτή την κρίσιμη για την Ελλάδα και την Ευρώπη συγκυρία, είναι περισσότερο από αναγκαίο να διαμορφωθεί ένας επιθετικός «πωλησιακός σχεδιασμός» με όρους μάρκετινγκ, ο οποίος θα διασαλπίσει τον γνήσιο Δεξιό ιδεολογικό λόγο, με σύγχρονες και ρεαλιστικές ορίζουσες, προκειμένου και στην Ελλάδα να έχει η Αριστερά την θέση που έχει στον υπόλοιπο κόσμο. Με τον τρόπο αυτό θα ισχυροποιηθεί η Δημοκρατία απέναντι σε κάθε δυνητικό κίνδυνο……….