Το δε έργον όπερ επετελέσθη εν Μικρά Ασία παρά του Ελληνικού λαού από των αρχών του έτους 1921 μέχρι της μοιραίας καταστροφής και κατορθώματα ηρωισμού, εις θυσίας άιματος και χρήματος εις αντοχήν και εις πειθαρχίαν οργανώσεως είναι τόσον μεγαλειώδες και τόσον ατεράστιον ώστε ο Ελληνισμός από της εμφανίσεως του εις τον κόσμον ως φυλής δεν έχει να επιδείξει άλλο ισομεγέθες και ισάξιον. Παρόλη δε την επελθούσαν στρατιωτικήν ήτταν, αποτελεί δι αυτόν μνημείον αφθίτου δόξης και κεφάλαιον ηθικόν,όπερ είναι αδύνατον να μην αποδώσει ημέραν τινα τους καρπούς του».
Ξενοφών Στρατηγός από το «Η Ελλάς εν τη Μικρά Ασία».
Στον Σαγγάριο δεν χάσαμε. Ο Ερντογάν μπορεί να λέει ότι θέλει για εσωτερική, δικιά του κατανάλωση, αλλά η αλήθεια για τον Σαγγάριο και την μικρασία είναι πολύ διαφορετική. Υπήρξαν πολλοί λόγοι, πολλοί παράγοντες- εξωτερικοί και εσωτερικοί- που συνετέλεσαν στην τελική μας ήττα και αποχώρηση από την Μικρασία, αλλά στον Σαγγάριο η Τουρκία βρέθηκε αντιμέτωπη με συντριβή και διαμελισμό.
Η μάχη του Σαγγάριου διήρκεσε είκοσι μερόνυχτα. Από τις 9 έως τις 29 Αυγούστου του 1921. Είκοσι μερόνυχτα λυσσαλέου αγώνα εναντίον οχυρωμένων θέσεων του εχθρού που υπερασπιζόταν με αυταπάρνηση την τελευταία γραμμή αμύνης της Τουρκίας, προ της καταρρεύσεως. Πρόκειται για την καθοριστική μάχη της δεύτερης φάσης των επιχειρήσεων που ο ελληνικός στρατός διεξήγαγε το καλοκαίρι του 1921 με σκοπό την συντριβή του Κεμάλ και τις οποίες καλούμε με το μυθικό συνάμα και ανατριχιαστικό τίτλο ”Εκτστρατεία προς την Άγκυρα”.
Είναι τόσο πολλά και ψευδή συνήθως-περασμένα από το μίξερ της πολιτικής προπαγάνδας της λεγόμενης δημοκρατικής παράταξης-όσα έχουν λεχθεί και γραφτεί για αυτή την επιχείρηση, που λίγοι σήμερα μπορούν να καταλάβουν τον σκοπό της και την αναγκαιότητα της. Αποτέλεσμα είναι ο κόσμος να πιστεύει, ότι η εκστρατεία αυτή υπαγορεύτηκε από μεγαλοϊδεατικό παροξυσμό. Η αλήθεια είναι, ότι η τόσο δυσφημισμένη και συκοφαντημένη εκστρατεία ήταν από κάθε άποψη-πολιτική και στρατιωτική- αναγκαία. Ήταν η μοναδική πιθανότητα που είχαμε να νικήσουμε και να επιβάλλουμε στον Κεμάλ συνθήκη ειρήνης με ευνοϊκούς για μας όρους. Αν δεν ηττάτο στρατιωτικά ο Κεμάλ θα συνέχιζε αδιάλλακτος να απορρίπτει κάθε συμβιβασμό χωρίς την άνευ όρων από μέρους μας εγκατάλειψης του μικρασιατικού εδάφους.
Οι δε υποτιθέμενοι σύμμαχοι μας ( σύμμαχοι χωρίς καμία επίσημη μεταξύ μας συμμαχία καθώς η Ελλάς μπήκε στον Α’ Π.Π. χωρίς προηγούμενη γραπτή συμφωνία με την Αντάντ) μέχρι εκείνη την ώρα ήταν, είτε ανοιχτά εχθρικοί προς εμάς( Γαλλία, Ιταλία), είτε ουδέτεροι, είτε μόνο στα λόγια φιλικά προς εμάς προσκείμενοι. Θα δεχόντουσαν να ασκήσουν σοβαρές πιέσεις υπέρ μας μόνο μετά από μια ξεκάθαρη ήττα του Κεμάλ. Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της διπλωματίας με άλλα μέσα.
Εξάλλου, η αναγκαιότητα της προέλασης προς την Άγκυρα είχε αναγνωριστεί από το επιτελείο Παρασκευόπουλου ήδη από το καλοκαίρι του 1920 και ήταν ενήμερος ο πρόεδρος της κυβερνήσεως Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο τελευταίος σε επιστολή προς τον Λόυντ Τζώρτζ με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1920 επεδίωκε να πετύχει την έγκριση αλλά και την συνδρομή της Αγγλίας προκειμένου να αναλάβει εκτεταμένη επιθετική ενέργεια προς το εσωτερικό της χώρας. Η επιστολή δεν απαντήθηκε ποτέ. Στην συνέχεια ήρθε η κυβερνητική ανατροπή και οι ανακατατάξεις στο στράτευμα που προκάλεσαν οι εκλογές της 1ης Νοεμβρίου και η ήττα των Βενιζελικών, για να παγώσει το θέμα για κάποιους μήνες και να φτάσουμε έτσι στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου τον Φεβρουάριου -Μάρτιο του 1921 όπου το ζήτημα της υπογραφής συνθήκης ειρήνης μεταξύ συμμάχων και Τουρκίας επανήλθε. Σημειώστε, ότι η συνθήκη των Σεβρών δεν επικυρώθηκε ποτέ από κανένα κοινοβούλιο και παρέμεινε απλώς, ένα πολύ σπουδαίο για εμάς, αλλά άνευ πρακτικής αξίας, χαρτί.
Στην συνδιάσκεψη του Λονδίνου εμείς απορρίψαμε ομοφώνως(όλα τα κόμματα της βουλής) τις προτάσεις για αποστολή επιτροπής που θα αναλάμβανε νέα απογραφή του μικρασιατικού πληθυσμού. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε παραίτηση μας από την συνθήκη των Σεβρών. Άκυρη ωστόσο συνθήκη… Άκυρη πράγματι, αλλά τότε δεν το γνωρίζαμε. Βλέπετε, καταλαβαίνεις ότι μια επιταγή είναι ακάλυπτη μόνο όταν πηγαίνεις στο ταμείο. Οι σύμμαχοι επανήλθαν με νέες προτάσεις τις οποίες εμείς δεχόμαστε, αλλά η Τουρκία βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει χρόνο προκειμένου να απαντήσει. Άρχισε τότε να γίνεται σαφές, ότι μόνο μετά από σοβαρό στρατιωτικό πλήγμα θα δεχόταν ο Κεμάλ να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Ο βοηθός επιτελάρχη Πτολεμαίος Σαρηγιάννης ένας από τους λίγους Βενιζελικούς που είχαν παραμείνει( οι άλλοι είτε εγκατέλειψαν μόνοι τους τις θέσεις τους και κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, είτε αντικαταστάθηκαν) επέμενε, πως η στρατιά ήταν πανέτοιμη για να προελάσει μέχρι την γραμμή Εσκη Σεχίρ Αφιόν Καραχισάρ είτε και πιο βαθιά στο εσωτερικό. Προέκυψε, τότε, η αναγκαιότητα άμεσης επίθεσης προ της διαφαινόμενης Γαλλοκεμαλικής συμφωνίας στην Κιλικία, η οποία θα απελευθέρωνε εφεδρείες για τον Κεμάλ ανατρέποντας τις ισορροπίες στο μέτωπο. Παράλληλα, η Αγγλία δια του Λόιντ Τζώρτζ μας ενθάρρυνε.
Η επίθεση του Μαρτίου, βιαστική εφόσον υποτασσόταν η στρατιωτική λογική στις διπλωματικές πιέσεις, απέτυχε. Η κατάσταση παρέμεινε ίδια. Ο Κεμάλ ισχυροποιείτο στρατιωτικά και διπλωματικά κάθε μέρα που περνούσε. Η κυβέρνηση κάλεσε σε επιστράτευση. Όχι χωρίς παρατράγουδα λόγω του πολιτικού κλίματος της εποχής και του διχασμού της ελληνικής κοινωνίας. Σε περιοχές φανατικών βενιζελικών ή φανατικών βασιλικών σημειώθηκαν εξεγέρσεις. Συγκεντρώθηκαν όλα τα απαραίτητα μέσα. Πολεμοφόδια,οχήματα, ιματισμός, υπόδηση, τρόφιμα. Τιτάνια προετοιμασία που γονάτισε την οικονομία της χώρας αλλά στον λαό επικρατούσε κλίμα υπέρμετρου ενθουσιασμού. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος, μπήκε μπροστά. Πηγαίναμε για νίκη. Μετέβη στην Σμύρνη όπου χιλιάδες λαού τον υποδέχτηκαν με ελληνικές σημαίες. Ξέφρενος ενθουσιασμός. Οι καμπάνες χτυπούσαν. Η ώρα είχε σημάνει.
Μετά την πρώτη φάση των επιχειρήσεων, ο Ελληνικός στρατός βρέθηκε νικητής στο πεδίο των μαχών έχοντας καταλάβει την στρατηγικής σημασίας γραμμή Εσκή Σεχίρ- Αφιόν Καραχισάρ. Στις 7 Ιουλίου η στρατιά απάντησε δια τηλεγραφήματος στις ερωτήσεις της κυβέρνησης. Όχι, ο εχθρός δεν είχε ηττηθεί οριστικά, δεν μπορούσαμε να απολύσουμε καμιά από τις παλαιότερες κλάσεις. Τι έπρεπε να γίνει; Η στρατιά απάντησε, επιχείρηση ανατολικώς του Σαγγάριου και αν οι συνθήκες το επέτρεπαν και μέχρι Αγκύρας με σκοπό την καταστροφή του κυρίως όγκου του εχθρικών στρατευμάτων.
Στην σύσκεψη της Κιουτάχεια που ακολούθησε στις 15 Ιουλίου του 1921 η προς Άγκυρα προέλαση αποφασίστηκε ομοφώνως (ασχέτως τι θα ισχυριστούν αργότερα διάφοροι εκ των πρωταγωνιστών προκειμένου να τα έχουν καλά με το Βενιζελικό καθεστώς η προκειμένου να διαφημίσουν τον εαυτό τους ). Αλλά τα πράγματα δεν ήταν απλά. Δρόμοι δεν υπήρχαν, η σιδηροδρομική γραμμή κατεστραμμένη, οι αποθήκες εφοδίων του ελληνικού στρατού έπρεπε να μεταφερθούν εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο μακρυά από Σμύρνη -Ουσάκ όπου βρίσκονταν. Επιπλέον νέα εφόδια έπρεπε να παραγγελθούν και ο στρατός έπρεπε να ξεκουραστεί προ της μεγάλης επιθέσεως. Χάθηκε πολύτιμος χρόνος και στο μεταξύ ο Κεμάλ οχυρώθηκε και ενισχύθηκε. Όμως, δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Άλλο στην θεωρία και άλλο στην πράξη.
Η στρατιά αποφάσισε ελιγμό νοτίως του Σαγγαρίου. Από την Αλμυρά έρημο. Η άλλη εναλλακτική μας ήταν τα βουνά. Αλλά από τα βουνά δεν περνούσαν τα οχήματα, ούτε το πεδινό πυροβολικό. Δέκα ημέρες πορεία κάτω από πενήντα βαθμούς θερμοκρασία. Στις 9 Αυγούστου ο ελληνικός στρατός εβρίσκετο τελικά ενώπιον των οχυρωμένων θέσεων του εχθρού. Αλλεπάλληλες γραμμές αμύνης σε βάθος δεκάδων χιλιομέτρων. Η στρατιωτική θεωρία λέει ότι για να ανατρέψεις οχυρωμένες αμυντικές θέσεις χρειάζεσαι αναλογία 3-5 προς 1. Οι δυο στρατοί ήταν περίπου ισάριθμοι, δεδομένου ότι από τις 220.000 άνδρες της στρατιάς στην πρώτη γραμμή ήταν οι μισοί. Ο ελληνικός στρατός κατόρθωσε το αδιανόητο. Χωρίς την απαιτούμενη αναλογία δυνάμεων, με ασύγκριτο πείσμα ανέτρεψε μία μια τις θέσεις των Τούρκων φθάνοντας στις 29 Αυγούστου 30 χιλιόμετρα μέσα στις γραμμές του εχθρού.
Τιτάνιος αγώνας για τον οποίον έχουν γραφτεί επικές σελίδες σε πολλά στρατιωτικά εγχειρίδια. Κάπου εκεί όμως εξαντλήθηκε η επίθεση μας. Σταμάτησαμε να κερδίζουμε μέτρα. Η στρατιά εξέθεσε την κατάσταση και τους πιθανούς κινδύνους στην πολιτική ηγεσία. Η πολιτική ηγεσία απάντησε, να πράξει η στρατιά ό,τι κρίνει στρατιωτικώς απαραίτητο. Ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε συντεταγμένη αποχώρηση. Οι Τούρκοι επιχειρούν αντεπιθέσεις. Αποκρούονται όλες επιτυχώς. Ο στρατός μας οχυρώθηκε στην γραμμής Εσκη Σεχίρ- Αφιόν Καραχισάρ, όπου και παρέμεινε μέχρι το καλοκαίρι του ’22.
Η επιχείρηση ήταν απολύτως αναγκαία ασχέτως αν δεν στέφθηκε με επιτυχία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να ηττηθεί ο Κεμάλ και να εξαναγκαστεί να συρθεί σε διαπραγματεύσεις. Η κατάληψη της Άγκυρας και η καταστροφή του στρατού μπροστά σ’αυτή θα ήταν καίριο πλήγμα. Ο Κεμάλ θα έχανε ηθικώς, στρατιωτικώς και διπλωματικώς. Η κεμαλική δομή θα κατέρρεε. Παραμένει αναπάντητο το ερώτημα τι θα γινόταν, αν στις 29 Αυγούστου πολιτική και στρατιωτική ηγεσία λάμβαναν απόφαση για συνέχιση των επιχειρήσεων. Με μια ακόμα προσπάθεια θα φτάναμε; Ποιος ξέρει; Πλησίαζε η εποχή των βροχών, πολύτιμος χρόνος είχε χαθεί και υπήρχε πάντα ο φόβος ήττας και άτακτης υποχώρησης. Ίσως έλειψε η τόλμη. Ίσως. Το βέβαιο πάντως είναι ότι δεν χάσαμε.
Η μικρασιατική εκστρατεία θα μπορούσε τελικά να είχε άλλη κατάληξη, αν δεν είχε υπάρξει ο εθνικός διχασμός. Ένα συμπέρασμα που μπορεί ίσως να βγει και να είναι χρήσιμο για μας τους Έλληνες, είναι ότι με κλίμα πόλωσης και διχασμού που συχνά τα κόμματα καλλιεργούν, δεν μπορούμε να φέρουμε εις πέρας καμιά στρατιωτική επιχείρηση. Σήμερα που η Τουρκία μας απειλεί ευθέως θα πρέπει να ξαναρίξουμε μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία μας. Πότε γράψαμε σελίδες δόξας και πότε υποστήκαμε ανεπανάληπτες πανωλεθρίες;