Το μέλλον φαίνεται λαμπρό για το φυσικό αέριο: παρά την μεγάλη πτώση τιμών στη πετρελαϊκή αγορά, η ζήτηση του αυξάνει σταθερά, κατά βάση στα δυτικά έθνη της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής, των οποίων και η κατανάλωση συνιστά το ένα τρίτο τουλάχιστον της παγκόσμιας αγοράς. Το ένα τρίτο της παγκόσμιας ενεργειακής κατανάλωσης στηρίζεται σε αυτό, ιδιαίτερα στην παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, που έρχεται δεύτερο μετά τους ορυκτούς γαιάνθρακες, σε ποσοστό 22%, περίπου.
Το ίδιο το φυσικό αέριο αποτελεί την αποδοτικότερη ίσως ενεργειακά μορφή καυσίμου. Η αναλογία υδρογόνου-άνθρακα στο αέριο είναι η μέγιστη δυνατή μεταξύ όλων των υδρογονανθράκων. Μαζί με αυτό η σχεδόν πλήρης απουσία οξυγονούχων καθώς και η απομάκρυνση των αδρανών και όξινων περιεχομένων του κοιτάσματος προσδίδουν στο αέριο την υψηλότερη θερμογόνο δύναμη κατά μονάδα βάρους από όλα τα υπάρχοντα καύσιμα. Η εύκολη του ανάφλεξη μαζί με τις μεγάλες του ενεργειακές αποδόσεις κάνουν τη χρήση του ιδανική τόσο στην οικιακή κατανάλωση όσο και την ηλεκτροπαραγωγή, καθώς και στη βιομηχανία και τις μεταφορές.
Η μεταφορά και η αποθήκευση αποτελούν τα μεγαλύτερα αγκάθια στη χρήση του. Με κύριο του συστατικό τον ελαφρύτερο υδρογονάνθρακα, το μεθάνιο, υγροποιείται σε εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες και αρκετά μεγάλες πιέσεις, η εξαιρετικά μικρή πυκνότητα του αερίου σημαίνει πως μικρές συγκριτικά μάζες αντιστοιχούν σε συγκριτικά πολύ μεγάλους όγκους. Το πρόβλημα της χερσαίας μεταφοράς λύνεται με τη χρήση αγωγών, εκεί το αέριο σε πιέσεις 70 φορές περίπου της ατμοσφαιρικής ταξιδεύει και κινείται άμεσα από τους τόπους εξόρυξης και επεξεργασίας στα δίκτυα κατανάλωσης. Το φυσικό αέριο από τη Σιβηρία, με τα μεγαλύτερα παγκοσμίως κοιτάσματα, διακινείται στην υπόλοιπη Ευρώπη μέσα από ένα μεγάλο σύνολο αγωγών, ως επί το πλείστων μέσα από τα εδάφη των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Το 38.7% περίπου των αναγκών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακινείται από τη Ρωσία με αυτόν τον τρόπο, υποκείμενο στις διαθέσεις της Ρωσίας προς τη Δύση, ιδιαίτερα στα κράτη τα οποία δεν έχουν προνοήσει για εναλλακτικές πηγές.
Για την υπερπόντια του πάλι μεταφορά το φυσικό αέριο υγροποιείται σε θερμοκρασία -160°C έπειτα από κοστοβόρες διεργασίες υγροποίησης μέσα από ψύξη, ώστε να μειωθεί ο όγκος του. Ένα κυβικό μέτρο υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG-LiquefiedNaturalGas) αντιστοιχεί σε 600 κυβικά μέτρα του κανονικού αερίου. Το υγρό αποθηκεύεται σε σφαιρικές δεξαμενές και μεταβιβάζεται μέσω ειδικών δεξαμενοπλοίων, στους τερματικούς σταθμούς, όπου και εξατμίζεται ώστε να μεταβιβαστεί στο δίκτυο σε αέρια μορφή. Μεγαλύτερος παγκοσμίως πάροχος LNGείναι η μικρή χώρα του Κατάρ, μια χερσόνησος στον Περσικό Κόλπο η οποία και στέκεται πάνω σε ένα εξαιρετικά μεγάλο κοίτασμα, που την καθιστά τρίτη σε αποθέματα χώρα στον κόσμο, μετά τη Ρωσία και το Ιράν.
Η Ελλάδα ως κράτος προμηθεύεται φυσικό αέριο από τη Ρωσία σε ποσοστό 76% περίπου και ο ερχομός του πρώτου αγωγού συνδυάστηκε με τη κατασκευή του πρώτου σταθμού ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο της ΔΕΗ. Παράλληλα η Ελλάδα προμηθεύεται LNGαπό την Αλγερία το οποίο και αποθηκεύεται στη μοναδική τερματική μονάδα υγροποιημένου φυσικού αερίου στη χώρα, στη νήσο της Ρεβυθούσας, της οποίας όμως το μέγεθος και η χωρητικότητα είναι περιορισμένα. Ως εκ τούτου η Ρεβυθούσα χρησιμοποιείται αποκλειστικά ως αεροφυλάκιο, το οποίο και προσφέρει ποσότητες αερίου στο δίκτυο αγωγών όποτε υφίσταται ανάγκη. Το 2009 στη διάρκεια της κρίσης σχέσεων Ρωσίας-ΕΕ, η Ρεβυθούσα αξιοποιήθηκε ως εγκατάσταση βασικού φορτίου για ορισμένα εικοσιτετράωρα, για την κάλυψη των άμεσων αναγκών, τόσο στην οικιακή κατανάλωση όσο και στην ηλεκτροπαραγωγή.
Πράγματι φαίνεται αστείο πως μια χώρα με την έντονη ναυτική παράδοση της Ελλάδος επιμένει να μην έχει παρά έναν σταθμό ανεφοδιασμού της με φυσικό αέριο από υπερπόντιους παρόχους, όντας η ίδια ενεργειακά έρμαιο των ρωσικών αντιδράσεων στην ουκρανική κρίση και στις ευρωπαϊκές απαντήσεις. Η Γερμανία, μεγαλύτερος καταναλωτής και πελάτης της Ρωσίας ξεπέρασε αυτό το πρόβλημα κατασκευάζοντας τον αγωγό Nord Streamο οποίος και την ενώνει απευθείας με τη Ρωσία διά μέσου της Βαλτικής. Το τεράστιο κόστος κατασκευής ενός υποθαλάσσιου αγωγού ισοσκελίστηκε με την άμεση παροχή, δίχως η ίδια να υφίσταται τις συνέπειες των κρίσεων της Ρωσίας με τους γειτονικούς της μεσάζοντες. Πόσο μάλλον μεγάλο θα ήταν το πρόβλημα για τα κράτη της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, από την Ουγγαρία μέχρι και της Βουλγαρία, στα οποία και το συντριπτικό ποσοστό, συχνά δε το σύνολο, του αερίου διακινείται από τα τεράστια μεταλλικά φίδια που ικανοποιούν την δίψα τους;
Η ίδια η Ελλάδα, καταρχήν λόγω του θαλασσινού της χαρακτήρα, αλλά κυρίως λόγω της εγγύτητας της με τους μεγαλύτερους διεθνώς παρόχους LNG, το Κατάρ και την Αλγερία και του εξαιρετικού της εμπορικού στόλου, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα κέντρο εναλλακτικής τροφοδοσίας της χερσονήσου του Αίμου, καθώς και της κεντρικής ακόμη Ευρώπης, μέσα από ένα ικανό δίκτυο σταθμών αποθήκευσης. Παράκτιοι σταθμοί θα παραλάμβαναν το LNG από τα αντίστοιχα δεξαμενόπλοια, θα το αποθήκευαν και θα το εξάτμιζαν ενώ από εκεί αγωγοί θα προμήθευαν με εξαιρετικής ποιότητας αέριο τους παραπάνω πελάτες, προσφέροντας τους μια εναλλακτική αυτής των Ρώσων. Πράγματι το υγροποιημένο φυσικό αέριο είναι ποιοτικά ανώτερο του αερίου των αγωγών, η διεργασία υγροποίησής του οδηγεί σε ένα καύσιμο αρκετά πιο πλούσιο σε μεθάνιο και ως εκ τούτου ισχυρότερου ενεργειακού περιεχομένου και λιγότερο ρυπογόνου. Παράλληλα η ελευθερία που προσφέρει η θάλασσα στις μεταφορές το κάνει αυτομάτως ποιο προσιτό από ότι η χερσαία μεταφορά μέσω από κυρίαρχα κράτη.
Τεχνικά οι οικονομικές απαιτήσεις καταρχάς κατασκευής και έπειτα λειτουργίας ενός τερματικού σταθμού LNG τρομάζουν: η ιδιαιτερότητα του καυσίμου εκφράζεται μέσα από ένα κόστος κατασκευής και εξοπλισμού ίσο με περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια για μια μονάδα, χώρια τις μελλοντικές ανάγκες επισκευής και λειτουργίας μιας εγκατάστασης που δουλεύει σε ακραίες θερμοκρασίες και πιέσεις. Πράγματι σε αυστηρά τεχνικό επίπεδο η ύπαρξη μιας χερσαία προσβάσιμης πηγής αερίου όπως η Ρωσία θα επέβαλε την αποκλειστική σχεδόν εισαγωγή από εκεί μέσω αγωγών. Η γεωπολιτική όμως πραγματικότητα, καθώς και η ανάγκη εθνικής ευελιξίας στα ενεργειακά ζητήματα στηρίζει μια σειρά τέτοιων επενδύσεων, αφού πέραν των παραπάνω θα ωφελήσει έντονα την ίδια την εθνική παραγωγή.
Ιδεώδης τομέας διάθεσης και κατανάλωσης του φυσικού αερίου είναι ο οικιακός τομέας: η χρήση του φυσικού αερίου τόσο για θέρμανση, όσο και για μαγείρεμα είναι αρκετά ποιο αποδοτική από ότι η αντίστοιχη χρήση πετρελαίου ή ηλεκτρικού ρεύματος. Οι οικιακές όμως ανάγκες περιορίζονται σε ορισμένες ώρες της ημέρας, η διάθεση όμως του αερίου απαιτεί ομοιόμορφη του κατανάλωση σε όλη τη διάρκεια, ώστε να μην υφίστανται πτώση πίεσης οι αγωγοί διάθεσής του. Ως εκ τούτου είναι σχεδόν υποχρεωτική η συνύπαρξη βιομηχανικής ζώνης παράλληλα με την οικιακή διάθεση, οι βιομηχανίες λαμβάνουν ένα καύσιμο εξαιρετικής ποιότητας, με αρκετά καλά συμβόλαια, για χρήση στις ώρες κατά τις οποίες η οικιακή κατανάλωση έχει καταλαγιάσει. Εξαιρετικό παράδειγμα η μονάδα ηλεκτροπαραγωγής της elpedisonτου ομίλου των ΕΛΠΕ στη βόρεια Ελλάδα, η οποία και λειτουργεί αποκλειστικά με φυσικό αέριο, παρέχοντας φθηνό ρεύμα σε μεγάλο αριθμό βιομηχανικών καταναλωτών στη περιοχή, απαλλάσσοντας τους παράλληλα από τον ζυγό του κρατικού μονοπωλίου της ΔΕΗ. Ο ιδιωτικός ηλεκτροπαραγωγικός τομέας θα ανακουφιζόταν από την εισαγωγή φθηνότερου και ευκολότερα διαθέσιμου φυσικού αερίου, δεδομένου ότι τα εθνικά κοιτάσματα της χώρας σε λιγνίτη νομικά αξιοποιούνται κατά αποκλειστικότητα από την ΔΕΗ. Το ίδιο το εθνικό ενεργειακό κόστος, το οποίο ταλαιπωρεί και οδηγεί την ελληνική βιομηχανία σε μετανάστευση, καθώς και τα ξένα κεφάλαια μακριά από εθνικές επενδύσεις θα μειώνονταν δραστικά μέσα από την συνέργεια βιομηχανικής χρήσης φυσικού αερίου και φθηνότερου ρεύματος. Η διεύρυνση δε του δικτύου στον νησιωτικό μας χώρο θα μείωνε κατά πολύ το κόστος της εκεί ηλεκτροπαραγωγής, που προς το παρών στηρίζεται αποκλειστικά στη καύση πετρελαίου, με άμεσα οφέλη στη νησιωτική παραγωγή και τουρισμό.
Παράλληλα η ίδια η εμπορική ναυτιλία θα ενισχύονταν από την μεταστροφή αυτή: ελληνικής ιδιοκτησίας δεξαμενόπλοια ή και πλοία με ελληνική σημαία θα διακινούσαν, μεταξύ άλλων, σημαντικούς όγκους LNGμέσα από τα εθνικά μας ύδατα, οδηγώντας έτσι σε μια εντονότερη ανάπτυξη του εμπορικού μας στόλου μέσα στον παραδοσιακό για τον ελληνισμό χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Πέραν της δημιουργίας αρκετών νέων θέσεων εργασίας στον χώρο της ναυτιλίας και της μεταφοράς ευρύτερα, ο ελλαδικός θαλάσσιος χώρος θα μετατρέπονταν σε κέντρο βάρους στη παγκόσμια διακίνηση καυσίμων, ως αφετηρία της τροφοδοσίας αρκετών ευρωπαϊκών κρατών. Η μετατροπή της πατρίδας μας σε διαμετακομιστικό κέντρο και διεθνούς σημασίας ενεργειακό κόμβο θα αύξανε τόσο την εθνική οικονομία, όσο και την ίδια μας την εθνική υπόσταση και αξιοπιστία, ενώ θα λειτουργούσε και ως μοχλός άσκησης πίεσης για ορισμένα άλλα θέματα.
Τέλος σε περίπτωση επαλήθευσης των υποθέσεων ύπαρξης σημαντικών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και κυρίως φυσικού αερίου, τόσο σε ελλαδικά όσο και σε κυπριακά θαλάσσια οικόπεδα η ύπαρξη των σταθμών θα ανακούφιζε από την ανάγκη άμεσων επενδύσεων μέχρι την τελική εξόρυξη και διάθεση των εθνικών αποθεμάτων. Ιδιαίτερα στο ζήτημα της Κύπρου, όπου και η θέση της χώρας καθιστά απαγορευτική την κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού άμεσης σύνδεσης με την Ελλάδα, μόνο η θαλάσσια μεταφορά LNGθα διασφάλιζε την Ελλάδα από την ανάγκη μεταφοράς κατασκευής αγωγών διάθεσης μέσα από τουρκικό έδαφος…