Η γενοκτονία των Αρμενίων και η αναγνώρισή της από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, γέννησε πάλι συζητήσεις ως προς την έννοια της γενοκτονίας, καθώς και εύστοχους ή άστοχους παραλληλισμούς. Ένας τέτοιος, άστοχος κατ’ εμέ, παραλληλισμός ήταν η αναφορά του επικεφαλής του Πολιτικού Συνασπισμού «Δημιουργία», Θάνου Τζήμερου.
Στο παρόν κείμενο δε θα επιδιώξω να αποδομήσω την πεποίθηση του Θάνου Τζήμερου, ότι εξυπηρετεί το «Εθνικό Συμφέρον» η παραδοχή από πλευράς της Ελλάδος, δίκην «Εθνικής Αυτογνωσίας», ότι στην Τριπολιτσά έγινε μία… γενοκτονία. Το έχουν πράξει άλλωστε άλλοι πριν από μένα.
Σημαντικό είναι όμως να αντιληφθούμε ότι οι γενοκτονίες, οι σφαγές και όλες αυτές οι βαναυσότητες που πραγματοποιούνται εν μέσω πολέμων, αποτελούν συχνά στρατηγικές επιλογές και όχι καταστάσεις που… «ξέφυγαν από τον έλεγχο». Ακόμη και το δήθεν «ανεξέλεγκτο» είναι πολλές φορές ένα απαραίτητο συστατικό και εργαλειοποιείται από την ηγεσία για την επίτευξη ενός στρατηγικού στόχου.
Πολλές από τις πιο ευρέως αποδεκτές εξηγήσεις γενοκτονίας και μαζικών δολοφονιών αναζητούν τις αιτίες αυτών των γεγονότων στην κοινωνική δομή, το σύστημα διακυβέρνησης ή τη συλλογική ψυχολογία των κοινωνιών στις οποίες λαμβάνουν χώρα. Αν και οι παράγοντες που επισημαίνονται από αυτές τις εξηγήσεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε πολλές περιπτώσεις μαζικών δολοφονιών, η κοινωνία γενικότερα διαδραματίζει μικρότερο ρόλο σε αυτό το είδος βίας από ό,τι συνήθως θεωρείται. Η μαζική δολοφονία είναι σπάνια μια δημοφιλής επιχείρηση στην οποία ο γείτονας στρέφεται εναντίον του γείτονα.
Οι αιτίες της μαζικής θανάτωσης είναι καλύτερα κατανοητές όταν το φαινόμενο μελετάται από μια «στρατηγική» προοπτική. Η στρατηγική προσέγγιση υποδηλώνει ότι η ώθηση για μαζικές δολοφονίες προέρχεται συνήθως από μια σχετικά μικρή ομάδα ισχυρών πολιτικών ή στρατιωτικών ηγετών και συχνά πραγματοποιείται χωρίς την ενεργό υποστήριξη της ευρύτερης κοινωνίας. Οι μαζικές δολοφονίες θεωρούνται με μεγαλύτερη ακρίβεια ως πολιτική προσανατολισμένη στο στόχο – μια βάναυση στρατηγική σχεδιασμένη για την επίτευξη των σημαντικότερων στόχων των ηγετών, την αντιμετώπιση των πιο επικίνδυνων απειλών τους και την επίλυση των πιο δύσκολων προβλημάτων τους.
Από την άλλη, η ανάδειξη ορισμένων μαζικών σφαγών και εξοντώσεων σε ιστορικά γεγονότα-ορόσημα – συχνά και με την κατοχύρωση λέξεων (π.χ. γενοκτονία) ως «brand» – δημιουργεί τον κίνδυνο αδίκων εξαιρέσεων του κανόνα. Χρησιμοποιούνται ως διπλωματικά και επικοινωνιακά όπλα και αυτό αποδεικνύεται περίτρανα και από το δεδομένο, ότι η αναγνώριση της «Γενοκτονίας των Αρμενίων» είχε χρησιμοποιηθεί ως φόβητρο και από τον Ομπάμα, αλλά και από τον Ντόναλντ Τραμπ, όταν η εν λόγω διάταξη είχε ψηφιστεί από το αμερικανικό Κονγκρέσο.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι για τον ίδιο ακριβώς λόγο, άλλες ανάλογες ή και χειρότερες βαναυσότητες, για τις οποίες κάποιες χώρες έχουν διεκδικήσει την διεθνή αναγνώριση, διατηρούνται στην αφάνεια και στερούνται της εντάξεώς τους υπό το «σήμα κατατεθέν» της γενοκτονίας, για λόγους, που σε καμία περίπτωση δεν έχουν να κάνουν με την ιστορική διάσταση του θέματος.
Δεν προτίθεμαι να μπω σε παραδείγματα, καθώς θα χαθεί η ουσία σε ατέρμονες συζητήσεις. Σε μια εποχή άλλωστε, που κάποιοι θεωρούν «βαναυσότητα» και «γενοκτονία» τη σφαγή και το σούβλισμα των αμνών το Πάσχα, μπορείς πολύ εύκολα να βρεθείς «μπλεγμένος».
Προσωπικά, αρκούμαι στο κυνικό για κάποιους, αλλά τόσο πραγματικό ρητό του Ηρακλείτου:
«Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους…»
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ