Του Θεόδωρου Παντούλα
Εδώ και λίγες δεκαετίες αυτοί που διαφεντεύουν τη χώρα αποφάσισαν αυτή να επενδύσει στον τουρισμό.
Οι σφετεριστές του ελληνικού ονόματος και της Ελληνικής γης αποδέχθηκαν το business plan κι αποδείχθηκαν ολότελα ανάξιοι να διαχειριστούν το κληροδότημα που τους έλαχε. Ασέλγησαν μαζικά, κατ’ εξακολούθηση και παρά φύσιν, στο ιστορικό και φυσικό τοπίο. Η αντιπαροχή έγινε εθνική ιδεολογία και το τσιμέντο πανεθνικό πεπρωμένο. Υπερβολές; Αρκεί μόνον ένα παράδειγμα: 2.500.000 είναι τα αυθαίρετα κτίσματα στην χώρα μας! Κι ό,τι έχει σωθεί, έχει σωθεί ακριβώς επειδή, για την ώρα, δεν το «αξιοποιήσαμε» .
Ο τόπος μας δεν παράγει σχεδόν τίποτε πέραν της τουριστικής μονοκαλλιέργειας. Κι αφού δεν παράγει, η κοψοχρονιά εκποίηση είναι ο «αναπτυξιακός» μονόδρομος, στον οποίο μεσουρανούν οι μεσάζοντες αεριτζήδες της πολιτικής και των επιχειρήσεων. Τον μισό χρόνο δεξιωνόμαστε τους τουρίστες και τον άλλο μισό τους καρτερούμε. Έχουμε εν αφθονία ήλιο, τζατζίκι και συρτάκι dance.
«Ζήσε τον μύθο σου» προτρέπει το αρμόδιο υπουργείο. Κι ασμένως, η εκ των ενόντων βαριά βιομηχανία του τουρισμού, προσφέρει φθηνά καταλύματα, φτηνό αλκοόλ και φθηνό σεξ σε όσους αφελώς πιστεύουν ότι θα ζήσουν τον μύθο τους στον ρημαγμένο τόπο μας. Όλη η Ελλάδα ένα απέραντο χαμαιτυπείο λικνίζει την φωταγωγημένη απόγνωσή της και διασκεδάζει τους τουρίστες. Ο ευγενής αγώνας για γιουρούσι στον κρατικό μπεζαχτά μπορεί εξ ολοκλήρου να μην δικαιώθηκε αλλά το ΚΛΙΚ, οι κλικαδόροι και οι κλακαδόροι εδραιώθηκαν.
Όλη η Ελλάδα θέλει να γίνει Μύκονος. Αυτό ακριβώς είναι το μοντέλο υπανάπτυξης του βουλιμικού νεοπλουτισμού. Μεγάλη σεζόν και πολλά λεφτά –ψιλοβρώμικα αλλά πολλά.
Ώσπου πριν από λίγα χρόνια δολοφονήθηκε ένας νεαρός Αυστραλός τουρίστας από μπράβους της Μυκόνου και διαταράχθηκε –προσωρινά βεβαίως– η νιρβάνα μας από την ανακάλυψη ότι, πέραν του υπουργικού μύθου, ο τόπος μας –εκτός από τους πατροπαράδοτους λεβέντες– βγάζει και θρασύδειλους αλήτες. Και ότι πίσω από τους θρασύδειλους αλήτες αναπαύεται σύμπασα η τουριστική μας βιομηχανία. Μαζί με την μαφία που εμπορεύεται ακίνητα και ανθρώπους. Εργολάβοι, πολεοδόμοι, νταβατζήδες, αστυνομικοί, πολιτικός υπόκοσμος κι άλλοι παρατρεχάμενοι βυζαίνουν τα τροφαντά μαστάρια της τουριστικής μας βιομηχανίας.
Οι υπόλοιποι, δίχως συλλογική ταυτότητα, σιωπούν ουχί αιδημόνως αλλά ενόχως. «Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;» αναρωτάται ρητορικώς ο ομφαλοσκόπος καταναλωτής. Βεβαίως όσο αναρωτάται το φίδι κοντεύει να τον καταπιεί. Άλλωστε ποιος να τους καταδικάσει για ηθική αυτουργία όταν σύμπασα η καλολαδωμένη κρατική μηχανή κάνει πλάτες σ’ αυτή την αποκεντρωμένοι αθλιότητα, που μεταβάλλει τις περιφέρειες σε ουραγούς της αθηναϊκής κακοπραγίας;
Ο τότε δήμαρχος Μυκόνου με οικείο -αλίμονο– κρετινισμό μας εγκαλούσε στην τουριστική τάξη: «Πάρτε το απόφαση, εδώ έρχονται για να ξεσκίσουν και να ξεσκιστούν». Αυτή είναι η επίσημος τουριστική μας πολιτική: το ξέσκισμα. Οι υπόλοιποι μπορούμε να κρατάμε το φανάρι που η πολιτεία άναψε.
Ο μόνος που δεν υποψιάστηκε ποτέ τι ακριβώς γίνεται είναι ο πατέρας του αδικοσκοτωμένου Αυστραλού. Ευχαρίστησε μάλιστα τους Έλληνες αρνούμενος να δεχθεί τον πάνδημο εκφυλισμό μας. Προσέφερε και τα όργανα του γιού του για να σωθούν ζωές άλλων συνανθρώπων μας!
Η Ελλάδα ενώπιον της τηλοψίας της απενοχοποιήθηκε δακρύζοντας για λίγο κι ύστερα έκανε σκεφτική ταμείο, ονειρευόμενη τους επερχόμενους θριάμβους της επερχόμενης τουριστικής σεζόν.
Του χρόνου θα είναι μια ακόμη καλύτερη χρονιά. Θα έχουμε πλεόνασμα κουτόφραγκων.
Και έλλειμμα ανθρωπιάς.
Αναρτήθηκε στο http://www.manifestomag.gr/, Τρίτη 8 Ιουλίου 2014.