Η απόφαση του Ντόναλτ Τραμπ να βομβαρδίσει την Συρία σε σημεία όπου δεν θα υπάρξουν ρωσικές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό δημιούργησε ένα ατελείωτο ντιμπέιτ, όπως άλλωστε και όλες οι πράξεις του αμερικανού Προέδρου. Η βάση του διακυβεύματος έγκειται στο αν θα έπρεπε να μείνει αναπάντητη μία χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς Άσαντ ή αν θα έπρεπε να τηρηθεί στο ακέραιο η «διεθνής νομιμότητα» αλλά και η ιδεολογική προσήλωση του Τραμπ στις προεκλογικές του διακηρύξεις περί μη επέμβασης των ΗΠΑ σε πολέμους μακριά από αυτήν.
Φυσικά, η προσέγγιση της εκτεταμένης επέμβασης ήταν ένα δόγμα που εκφέρετο από την Χίλαρι Κλίντον αλλά και από μία μεγάλη μερίδα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος των νεοσυντηρητικών συμπεριλαμβανομένων. Η διαφορά στα δύο δόγματα μπορεί απλά να ανιχνευθεί στο ότι οι μεν Δημοκρατικοί χρησιμοποιούν ως πρόφαση την αλλαγή βάρβαρων και αντιδημοκρατικών καθεστώτων για να εγκατασταθούν στη θέση τους φιλελεύθερες δημοκρατίες, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι χρησιμοποιούν την έννοια της ισχύος και της ανταπόδωσης του οφέλους περισσότερο.
Ο Τραμπ στις προεκλογικές του διακηρύξεις έλεγε ότι θα απέφευγε όπου μπορούσε την ανάμιξη. Η αλήθεια είναι, ότι έχει αναμιχθεί αρκετά περισσότερο. Το δόγμα που ακολουθεί ο Τραμπ στην εξωτερική του πολιτική είναι αυτό της επιλεκτικής και γρήγορης επέμβασης με στόχο την απεμπλοκή από την Συρία δίχως να πληγεί το κύρος των ΗΠΑ, δόγμα που θυμίζει περισσότερο την εποχή του Νίξον. Το πρόβλημα εδώ όμως είναι ότι η τελευταία επίθεση, που κατευθύνθηκε σε τρεις εγκαταστάσεις χημικών όπλων και που είναι λίγο πιο σκληρή από τον πύραυλο πριονιών του περασμένου έτους, είναι απλά μία μη αποτελεσματική επί της ουσίας επίθεση. Ο Άσαντ δεν χρειάζεται χημικά όπλα για να κερδίσει τη σύγκρουση. Αν το μόνο που πληρώνει μετά τη χρήση τους είναι κάποια από τις υποδομές χημικών όπλων του, δεν έχει πληρώσει μεγάλο μέρος του κόστους. Η στρατιωτική ισορροπία στο έδαφος δεν έχει αλλάξει.