Ὁ μεγαλύτερος ἐχθρὸς τοῦ ἕλληνα ἀριστεροῦ εἶναι ὁ «νεοφιλελευθερισμός». Ἀκοῦμε σὲ κάθε τηλεοπτικὴ ἐμφάνιση ΣΥΡΙΖΑίου νὰ ἐπιτίθεται στὸ νεοφιλελευθερισμό, καὶ ὡς πολιτικὸς ἐπιστήμων θὰ ἤθελα νὰ κάνω κάποιες παρατηρήσεις.
Κατ ἀρχήν, ὡς «φιλελευθερισμὸς» στὴν Ἑλλάδα ὁρίζεται αὐτὸ ποὺ στὴν ἀκαδημαϊκὴ βιβλιογραφία ἀναφέρεται ὡς liberalism (λιμπεραλισμός). Καὶ επειδὴ ὁ ὄρος «φιλελευθερισμὸς» χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα ἀπὸ τὸν Ἐλευθέριο Βενιζέλο, ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση σχετικὰ μὲ τὴν ἀπόδοση τοῦ ὀρισμοῦ στὴν Ἑλλάδα.
Ἂν καὶ προσωπικὰ προτιμῶ τὸν ἀκαδημαϊκο ὄρο, λιμπεραλισμός, δέχομαι τὸν σημερινὸ φιλελευθερισμὸ ὡς συνώνυμό του. Τὸ θέμα ὅμως εἶναι ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ φιλελεύθεροι, καὶ πολὺ περισσότερο οἱ ἐπικριτὲς τοῦ φιλελευθερισμοῦ, δὲν ἔχουν ἰδέα τὶ πιστεύουν καὶ τὶ πολεμοῦν ἀντίστοιχα.
Ὁ νεολιμπεραλισμὸς (neoliberalism) ποὺ ἀναφέρεται συχνὰ κυρίως ἀπὸ τοὺς ἀριστεροὺς ἐπικριτές του, δὲν εἶναι ὁ ἀκραῖος λιμπεραλισμὸς ὅπως ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ, ἀλλὰ ὁ φιλελευθερισμὸς μὲ ἐντονότερο κρατικὸ παρεμβατισμό. Στὴν οὐσία, ὁ νεοφιλελευθερισμὸς εἶναι πιὸ κοντὰ στὰ πιστεύω καὶ στὴν πολιτικὴ τοῦ ΣΥΡΙΖΑ (καὶ παλαιότερα τοῦ ΠΑΣΟΚ) παρὰ στὸν ἀκραῖο λιμπεραλισμὸ τοῦ Μητσοτάκη.
Ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα κατανοῶ πὼς ὅταν οἱ ἀριστεροὶ ἀναφέρονται στὸ νεοφιλελευθερισμό, δὲν ἐννοοῦν τὸν νεολιμπεραλισμὸ ἀλλὰ τὸν λιμπερταριανισμό (libertarianism), ὁ ὁποῖος ὑποστηρίζει τὴν πλήρη ἀπελευθέρωση τῶν ἀγορῶν μὲ ἐλάχιστη (ἢ καὶ καθόλου) κρατικὴ παρέμβαση (ἀναρχοκαπιταλισμός).
Δηλαδὴ στὸ μυαλὸ (;) τοῦ ἀριστεροῦ δὲν ὑπάρχει καμία διάκριση ἀνάμεσα σὲ λιμπεραλισμό, νεολιμπεραλισμὸ καὶ λιμπερταριανισμό, ἀλλὰ παρ’ ὅλα αὐτὰ πολεμάει μὲ Δονκιχωτικὸ μῖσος τοὺς ἀνεμόμυλους ποὺ τὸν στοιχειώνουν.
Βέβαια, γιὰ νὰ μὴν ἀδικοῦμε καὶ τοὺς αὐτοαποκαλούμενους «φιλελεύθερους δεξιούς», οὔτε οἱ ἴδιοι γνωρίζουν τὶ πιστεύουν. Ἔχω γιὰ παράδειγμα δεῖ τὸν Ἄδωνι Γεωργιάδη σὲ τηλεοπτικὰ πάνελ νὰ ἀντιδρᾶ ὅταν τὸν ἀποκαλοῦν νεοφιλελεύθερο, ἀλλὰ ὅταν αὐτοπροσδιορίζεται ὡς φιλελεύθερος ἀναφέρεται στὴν πίστη του στὴν αὐστηρὴ κρατικὴ διαιτησία καὶ δηλώνει θαυμαστὴς τῆς Θάτσερ καὶ τοῦ Ῥόναλντ Ῥῆγκαν, δηλαδὴ τῶν κύριων ἐκπροσώπων τοῦ νεοφιλελευθερισμοῦ. Κοινῶς, ὁ Ἄδωνις Γεωργιάδης καὶ οἱ λοιποὶ αὐτοπροσδιοριζόμενοι φιλελεύθεροι στὴν Ἑλλάδα, εἴτε δὲν γνωρίζουν τὶ πιστεύουν οἱ ἴδιοι, εἴτε ἔχουν πέσει στὴν παγίδα τῆς ἀριστερᾶς καὶ ἀποποιούνται τὶς ἰδέες τους.
Στὸν νεοφιλελευθερισμὸ ἔχει δοθεῖ ἀκραίως ἀρνητικὴ σημασία κατὰ τὰ τελευταία χρόνια ἀπὸ τὴν ἀριστερά, ὁπότε καὶ ἡ ἰδεολογικὴ ἠγεμονία της ἔχει ἐπικρατήσει ὁλοκληρωτικά. Ἡ ἀριστερὰ ἔχει καταφέρει νὰ δημιουργήσει ἰδεολογικὴ σύγχυση στὸν κύριο ἀντίπαλό της, τὴ Νέα Δημοκρατία, ἡ ὁποία μέχρι πρότινος δήλωνε εὐθέως ὅτι ὁ νεοφιλελευθερισμὸς εἶναι μία ἀπὸ τὶς ἰδεολογικὲς καταβολὲς της. Ἄλλωστε, ὁ πρώην πρόεδρος τῆς Νέας Δημοκρατίας καὶ πατέρας τοῦ σημερινοῦ προέδρου, Κωνσταντῖνος Μητσοτάκης, προτοῦ προσχωρήσει στὴ Νέα Δημοκρατία ἦταν ὁ ἰδρυτὴς καὶ βουλευτὴς τοῦ «Κόμματος τῶν Νεοφιλελευθέρων».