Είκοσι και πλέον χρόνια, μετά τα πρώτα μεγάλα κύματα παράνομων μεταναστών που έφτασαν στη χώρα μας με την κατάρρευση του «σοσιαλιστικού παραδείσου», η ελληνική πολιτεία ακόμα δεν έχει κατορθώσει να δώσει απάντηση στα βασικά ερωτήματα πάνω στα οποία χτίζονται οι σύγχρονες μεταναστευτικές πολιτικές των Δυτικών κρατών, δηλ « πόσους οικονομικούς μετανάστες χρειάζεται η οικονομία της, ποιους (πολιτισμικά ή μη συγγενείς) και γιατί (για εποχική εργασία ή μόνιμη εγκατάσταση);.
H επί των ερωτημάτων αυτών απάντηση για τη χώρα μας που βιώνει τη μεγαλύτερη ύφεση που έχει πότε γνωρίσει χώρα, μετά το κραχ του 1923,μη βρισκόμενη σε εμπόλεμη κατάσταση, είναι, σίγουρα, πολύ λιγότερους από αυτούς που νόμιμα ή παράνομα βρίσκονται στο εσωτερικό της. Οποιαδήποτε εκτίμηση του αριθμού των τελευταίων είναι παρακινδυνευμένη, ενώ για τους νόμιμους τα στοιχεία από τη τελευταία απογραφή δείχνουν ότι ο αριθμός τους ανέρχεται σε 597.797.
Βέβαια, από ένα κράτος που έπρεπε να περιμένει 186 χρόνια από την ίδρυση του για να επιχειρήσει την πρώτη απογραφή των δημοσίων υπάλληλων του, σίγουρα, δεν έχει κάποιος την απαίτηση να προσδιορίσει με ακρίβεια τον αριθμό των μεταναστών που ζουν στην επικράτειά του, προσπάθεια ως εκ της φύσεως της, ιδιαίτερα δύσκολη.
Άγνωστες παραμένουν και οι λοιπές που συνεπάγεται η παρουσία των μεταναστών στη χώρα μας προεκτάσεις. Όπως το τι κοστίζουν στο εθνικό σύστημα υγείας , πόσο ωφελούν, αν ωφελούν, το ασφαλιστικό μας σύστημα και πως επηρεάζεται το δημογραφικό μας πρόβλημα. Ερωτήματα που όσες φορές έχουν τεθεί στο δημόσιο διάλογο μέχρι σήμερα χαρακτηρίστηκαν από την ιδεολογικά κυρίαρχη στη χώρα αριστερά ως ρατσιστικές υστερίες. Έφτασε, όμως, η ώρα που οι απαντήσεις αυτές που ενδιαφέρουν τον κάθε Έλληνα πολίτη θα δίνονται πάντα με τον πιο τεκμηριωμένο τρόπο μέσα από τις γραμμές του Δικτύου Ελλήνων Συντηρητικών.
Στόχος μας δεν είναι μόνο να αναδεικνύουμε τα κακώς κείμενα της υποτυπώδους μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας, τα οποία ,άλλωστε, βιώνουμε καθημερινά τόσο εμείς όσο και οι μετανάστες που ζουν νόμιμα τη χώρα. Μέσα από τις εμπειρίες άλλων δυτικών παραδοσιακών χωρών υποδοχής μεταναστών, θα προβάλλονται οι καλύτεροι τρόποι διαχείρισης των παράνομων μεταναστευτικών ροών, καθώς και τα μοντέλα ενσωμάτωσης των νόμιμων. Ωστόσο, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής κανενός ότι η Ελλάδα αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στον παγκόσμιο κατάλογο των χωρών υποδοχής μεταναστών. Αυτό συμβαίνει, πρωτίστως, λόγω της γεωγραφικής της θέσης ως θαλάσσιο- χερσαίο σύνορο της Ε.Ε και, σε δεύτερο βαθμό, λόγω του γεγονότος ότι η ελληνική κοινωνία, μέχρι της έλευσης των πρώτων μεγάλων μεταναστευτικών ροών, ήταν σε απόλυτο βαθμό εθνικά ομοιογενής. Δηλ δεν είχε την κουλτούρα ένταξης μεταναστών που διαθέτουν άλλες δυτικές χώρες με αποικιοκρατική παράδοση, όπως λχ Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, ούτε χαρακτηριζόταν εκ της συστάσεως, της ως πολυπολιτισμική, όπως λχ των ΗΠΑ, Καναδά, και Αυστραλίας.
Κατά συνέπεια, το μεταναστευτικό ζήτημα όχι μόνο φέρνει την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της αλλοίωσης της εθνικής της ταυτότητας, αλλά δοκιμάζει και τις ήδη δοκιμαζόμενες από την ύφεση οικονομικές της αντοχές.
Σε κάθε περίπτωση, ένα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι η Ελλάδα, ως σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, οφείλει να αναζητήσει τις λύσεις του μεταναστευτικού της προβλήματος μόνο εντός του πλαισίου των αρχών του δικαίου και της λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Δίκτυο Ελλήνων Συντηρητικών