του Γιάννη Χαραλαμπίδη
Η υψηλή πολιτική τέχνη της διπλωματίας σχεδιάζεται και λειτουργεί πάνω σε κάποιους άξονες. Ένας από αυτούς, εξαιρετικά σημαντικός και συχνά παραγνωρισμένος από αυτούς που ασκούν διπλωματία χωρίς φυσικό τάλαντο αλλά βασιζόμενοι κυρίως σε γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, είναι ο χρόνος ή πιο σωστά η σωστή αξιοποίηση της συγκυρίας.
Η επικαιρότητα μας παρέχει ένα έξοχο case study γι΄αυτό. Η χώρα μας έχει τα τελευταία χρόνια ένα πεδίο εξωτερικής πολιτικής που αποτελεί ταυτόχρονα πρόκληση και πονοκέφαλο, τις ελληνορωσικές σχέσεις. Η διαχείριση αυτών των σχέσεων ήταν το πιο απαιτητικό γήπεδο για την ελληνική διπλωματία, γιατί έπρεπε ως ζογκλέρ να διαχειριστεί ταυτοχρόνως: την ανάγκη για διατήρηση και εμβάθυνση των διμερών οικονομικών σχέσεων, την αποφυγή παρέκκλισης από το πλαίσιο ευρωατλαντικής σκλήρυνσης προς τη Ρωσία, την παραδοσιακά θετικά διακείμενη ελληνική κοινή γνώμη, τον περιφερειακό οικονομικό/ενεργειακό ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσίας-ΕΕ και την σκοπιμότητα διατήρησης ανοικτών διαύλων στο πλαίσιο της εθνικής στρατηγικής για “πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική”.
Στο ναρκοθετημένο αυτό πεδίο η Ελλάς ενίοτε έκανε λάθη, ενίοτε υπήρξε προπέτης, αλλά και άλλες φορές κατώρθωσε να τηρήσει μια επαρκώς προσεκτική κι επωφελή ίσως στάση. Κορυφαία αστοχία υπήρξε η προσπάθεια το προηγούμενο διάστημα να εμφανιστεί η ενεστώσα διακυβέρνηση Τσίπρα ως προνομιακός συνομιλητής του προέδρου Πούτιν και να εκβιάσει τους Ευρωπαίους εταίρους δια της προβολής υποτιθέμενης στρατηγικής πολυεπίπεδης συνεργασίας της χώρας μας με την Ρωσία. Έτσι είδαμε και ακούσαμε διάφορα ελαφρά έως γελοία, όπως ότι τάχα θα λαμβάναμε προκαταβολή κάποιων δις ευρώ για την κατασκευή ενός αγωγού, η οποία φυσικά δεν έχει καν οριστικά αποφασιστεί.
Οι Ευρωπαίοι ηγέτες, όμως, που γνωρίζουν πολύ καλύτερα από μας τα πραγματικά συμφέροντα αλλά και όρια της Ρωσίας, ούτε που ίδρωσαν, απλώς είχαν άλλον ένα λόγο να θεωρούν τσαρλατάνο τον Αλέξη Τσίπρα. Προς επιβεβαίωσή τους, μόλις η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να διακινεί σε μεγάλη κλίμακα τα σενάρια πρόσδεσης στο άρμα της Ρωσίας κι εύρεσης εναλλακτικής πηγής χρηματοδότησης, το Κρεμλίνο εξέδωσε ανακοίνωση διαβεβαιώνοντας πως επιθυμεί γόνιμες σχέσεις με την Ελλάδα ως μέλος της ΕΕ και ό,τι ευχαρίστως θα συζητούσε διάφορες πτυχές οικονομικής συνεργασίας, εφόσον όμως η Ελλάς διευθετούσε τα άμεσα προβλήματά της σε συνέργεια με τους εταίρους της. Άδειασμα ολκής, δηλαδή.
Η συγκυρία εκείνη ήταν για μια σειρά από λόγους η χειρότερη και η προσπάθεια αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων η πιο κακοσχεδιασμένη και άγαρμπη που θα μπορούσε να γίνει. Αντιθέτως, σήμερα δημιουργείται μια ευκαιρία που έχει χρόνια να φανεί. Μια ευκαιρία που, αν η κυβέρνηση μας εκπλήξει θετικά και δείξει στρατηγικό αισθητήριο ώστε να την εκμεταλλευτεί σωστά, μπορεί να αποδειχθεί πολλαπλώς ωφέλιμη για την Ελλάδα.
Η συγκυρία που διαμορφώνεται μετά την 13η Νοεμβρίου βγάζει τη Ρωσία από την διεθνή πίεση κι εν πολλοίς απομόνωση στην οποία έχει βρεθεί απ’ όταν εισέβαλε στην Κριμαία στις αρχές του 2014. Οι δυτικοί με πρώτους τους Γάλλους θέλουν τη ρωσική αρκούδα μέσα στον συνασπισμό κατά του Ισλαμικού Κράτους. Οι ΗΠΑ είναι σύμφωνες και ήδη πριν τα χτυπήματα στο Παρίσι είχαν δώσει το πράσινο φως για τις ρωσικές επιχειρήσεις στη Συρία. Η παγερή κι αποστασιοποιημένη στάση των συμμάχων της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ έναντι της ρωσοτουρκικής κρίσης που εκτυλίσσεται είναι απολύτως ενδεικτική. Οι Ρώσοι από τη μεριά τους θέλουν διακαώς την εξομάλυνση των σχέσεών τους με τη Δύση και πιθανότατα μέσα στο α’ εξάμηνο του 2016 θα δούμε την αποκλιμάκωση των εκατέρωθεν κυρώσεων για το ουκρανικό ζήτημα. Η Τουρκία έκανε άσχημο φάουλ αν όχι με την κατάρριψη του Su-24, τουλάχιστον με τον τρόπο που έγινε αυτή. Περιττό βέβαια να αναφέρουμε ότι η σχέση μας με την Τουρκία και η θέση μας καθιστούν πρόσφορη μια θέληση από τη Μόσχα να μας πλησιάσει. Τέλος, οι εταίροι μας γνωρίζουν τώρα πως η παρούσα κυβέρνηση έχει πια κόψει τους τσαρλατανισμούς, τουλάχιστον του είδους που περιγράψαμε παραπάνω. Άρα δεν υπάρχει περιθώριο ούτε από τη μεριά μας να “πουλήσουμε” μια προσέγγιση με τη Ρωσία ως “σαλπάρισμα για άλλα λιμάνια” ούτε από κάποιον να παρερμηνεύσει μια τέτοια προσέγγιση.
Τώρα είναι, λοιπόν, ο ορθός χρόνος, η κατάλληλη συγκυρία για την καλλιέργεια των σχέσεών μας με τη Ρωσία. Προφανώς με μεθοδικό και προσεκτικό τρόπο, χωρίς βιασύνη και τσαπατσουλιά, αλλά και χωρίς κωλυσιεργία και αναβλητικότητα. Εντοπίζουμε το πεδίο συνεννόησης, κάνουμε ανοίγματα, χτίζουμε συμπράξεις και προχωράμε σε εμπέδωση των σχέσεων και εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων τους. Με μέτρο και σχέδιο, χωρίς υπερβολική σπουδή αλλά και με τη σιγουριά του σωστά προετοιμασμένου. Διαθέτει η ελληνική κυβέρνηση τις ικανότητες να προωθήσει ένα τέτοιο πρότζεκτ, ώστε και γόνιμο αποτέλεσμα να αποφέρει και να μην ταράξει τις ισορροπίες του δυτικού μας προσανατολισμού; Πολύ αμφιβάλλω, όμως σε πρώτη φάση η επικοινωνία του ΥπΕξ Ν.Κοτζιά (για τον οποίο ο γράφων μόνο καλή άποψη δεν έχει) με τον Ρώσο ομόλογό του Ιβανώφ μάλλον ήταν στη σωστή κατεύθυνση. Σε ευθεία αντίθεση με τις, ως συνήθως, χονδροειδείς και αμετροεπείς δηλώσεις του ΥΕθΑ Π.Καμμένου.
Εχθρός της κυβέρνησης είναι ο εαυτός της. Αν κατωρθώσει να συλλάβει τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται και να τις εκμεταλλευτεί δόκιμα, το αποτέλεσμα θα είναι εξαιρετικά θετικό για τη χώρα, από το απλούστερο, ένα καλό μερίδιο από τη χαμένη για την Τουρκία πίτα του ρωσικού τουρισμού ως πολύ σοβαρότερα ωφελήματα. Για να δούμε.