Η μακρά περίοδος της «πολιτικής κανονικότητος» όπως την έχουμε αρκετοί ονομάσει έχει εδώ και λίγες ημέρες ξεκινήσει και δύο είναι τα κυρίαρχα ζητήματα που την χαρακτηρίζουν : Ένα οικονομικό και ένα βαθιά πολιτικό. Θα μνημονεύσω το πρώτο απλώς και θα εμβαθύνω στο δεύτερο.
Σε οικονομικό επίπεδο είναι βέβαιο, από ότι μου λένε έχοντες σπουδαιοτέρα γνώση και βαθυτέρα εμού εμπειρία στα οικονομικά, πως θα παρατηρήσουμε μια σημαντική έως πρωτόγνωρη γιγάντωση της (ήδη αρκετά μεγάλης) παραοικονομίας που θα συνδυαστεί με νέες επινοήσεις φοροαποφυγής προς τον σκοπό όμως της απλής επιβιώσεως και όχι της αποταμιεύσεως όπως παλαιότερα.
Το Ελληνικό δαιμόνιο είναι βέβαιο ότι θα μεγαλουργήσει πρωτοτυπώντας δημιουργικά.
Σε πολιτικό επίπεδο παρατηρούμε και θα παρατηρήσουμε εντονότερα την κατίσχυση της καταραμένης και απεχθούς «επικοινωνίας» σε βάρος της «πολιτικής» και την ως εκ τούτου σταδιακή μετατροπή του «πολίτη» σε «καταναλωτή».
Εξακολουθούμε να απορούμε πως είναι δυνατόν ο ίδιος άνθρωπος το πρωί να ψηφίζει μια διάταξη και το ίδιο απόγευμα να την καταγγέλλει ως αντισυνταγματική. Πως γίνεται να πανηγυρίζουν όλοι ή σχεδόν όλοι για μια δραματική ήττα η οποία παρουσιάζεται ως θρίαμβος.
Αντιμετωπίζουμε την «Υπερπραγματικότητα» στην πολιτική. Ο όρος «υπερπραγματικότητα» χρησιμοποιήθηκε κατ’ εξοχήν από διανοητές του μεταμοντερνισμού, ιδίως από τον JeanBaudrilliard. Η υπερπραγματικότητα περιγράφει κατ΄ουσίαν μία κατάσταση – το καθημερινό διηνεκές – όπου οι αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, οι εντυπώσεις αυτής, έχουν δημιουργήσει μια αφ’ εαυτών πραγματικότητα, πέρα και πάνω από το αληθές. Σε αυτήν την νέα κατάσταση οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ συμβόλου και πραγματικού είναι ανύπαρκτες. Στην υπερπραγματικότητα, το «πραγματικό» έχει δώσει την θέση του σε μίαν αναπαράσταση, σε ένα αντίγραφο χωρίς κανείς να μπορεί να εντοπίσει το πρωτότυπο. Έτσι εξηγούνται αστήρικτες πολιτικές ερμηνείες, ατεκμηρίωτες δηλώσεις, διφορούμενες προσλήψεις και αντικρουόμενοι σχεδιασμοί. Σημασία ΔΕΝ έχει το γεγονός αλλά η πρόσληψή του. Το τι συνέβη στις Βρυξέλλες δεν έχει σημασία. ΤΟ τι είπε ότι συνέβη εκεί ο Τσίπρας ή ο Μητσοτάκης έχει σημασία. Η παρουσίαση του γεγονότος και όχι το γεγονός. Η επικοινωνιακή διαχείριση του συμβάντος έχει σημασία και όχι αυτό perse. Αυτό βέβαια είναι τραγικό. Είναι σαν να χάσαμε με 3 καλάθια διαφορά αλλά να λέμε ότι καταφέραμε μια σημαντική νίκη με ένα υπέροχο παιχνίδι της καταπληκτικής ομάδας μας εκτός από την μικρή αλλά ασήμαντη λεπτομέρεια του τελικού σκορ. Με την ίδια λογική ο Σαντάμ Χουσείν έλεγε ότι οι δυνάμεις του κατανικούσαν τον αντίπαλο όταν οι Αμερικανικές δυνάμεις δεν είχαν αφήσει ούτε κόκορα να στέκεται όρθιος. Και ο Ιρακινός λαός τον πίστευε βέβαια.
Σε μίαν υπερπραγματικά δομημένη πολιτική πραγματικότητα και ιδίως σε έναν υπερτεχνολογημένο ψηφιακό ειδησεογραφικά κόσμο, τα γεγονότα περνούν ακαριαία από την αληθινή τους διάσταση, στη μιντιακή υψικάμινο, δεν υπάρχει πραγματικό και φανταστικό παρά μόνο η υπέρβασή τους, το υπερ-πραγματικό, το «αυθεντικά κίβδηλο», το δομούμενο προς παρουσίαση. Έτσι δεν υφίσταται ΜΙΑ «αλήθεια» λάμπουσα, αλλά μόνον η ερμηνευτική συνεκδοχή της. Η ήττα παρουσιάζεται ως νίκη και η πανωλεθρία ως θρίαμβος. Έτσι και αλλιώς το «πραγματικό» και το «αληθές» στην πολιτική δεν υπάρχουν, δεν τα αντιλαμβάνεται ο πολίτης, ψιλά γράμματα και δυσνόητες υποσημειώσεις αριθμών και μεγεθών. Μόνον ο γενικός θόρυβος των εντυπώσεων και η κατανοητή λάμψη της εικόνας θα μείνουν στο τέλος.
Ενώ ο Μοντερνισμός απέβλεπε στην πνευματική και πολιτική κυριαρχία βασιζόμενος κυρίως στην επιστήμη και την πνευματική πρόοδο, (οι οποίες στηρίζονται σε αντικειμενικά κοινωνικά δεδομένα), ο Μεταμοντερνισμός στοχεύει στην περαιτέρω άνθηση της κοινωνίας και σε μια μορφή απελευθέρωσης η οποία στηρίζεται πλέον στην «κοινωνική ρευστότητα» και την έντονη υποκειμενικότητα της αληθείας λόγω ακριβώς της πολιτισμικής μετεξέλιξης και ποικιλομορφίας της. Η ελευθερία πλέον έχει να κάνει με το δικαίωμα αμφισβήτησης των πάντων.
Σημασία έχει τι θα πούμε εμείς ότι συνέβη και όχι το Τευτονικό και προτεσταντικό «Wieeseigentlicthgewesenist» (τι πράγματι συνέβη).
Και αν στο πεδίο της ειδησεογραφίας και επικοινωνίας η υπερπραγματικότητα συνιστά απλώς το πρόβλημα της μυθοπλαστικά δομημένης είδησης που εμφανίζεται ως πλοκή με ανοιχτή δυναμική δράσης, με αναπάντεχες εξελίξεις, αδόκητα προσκόμματα και δυσδιάγνωστες εκβάσεις, για να προσελκύσει τον τηλεθεατή –καταναλωτή, τόσο που δεν είσαι βέβαιος αν παρακολουθείς το σύνηθες απογευματινό τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων ή το τρέιλερ κινηματογραφικού σεναρίου, ενισχυμένου με δόσεις Blockbuster ταινίας υποψήφιας για Όσκαρ, δυστυχώς στην πολιτική η υπερπραγματικότητα δομεί έναν κόσμο πλαστό, μια σφαίρα εύπλαστης και υδραργυρικής αλήθειας. Σε αυτόν τον κατασκευασμένο κόσμο αιωρούνται ως σε νεφέλωμα ηγέτες και πολίτες, ευδαίμονες και χαρίεντες, χρησιμοποιώντας αναπαραστάσεις της πολιτικής πραγματικότητας και όχι την πραγματικότητα assuch.
Κάποια στιγμή πέφτουν από τα «σύννεφα» και οι μεν και οι δε ….. συχνότατα με εθνικό κόστος, καθώς στην ιστορική πορεία των πραγμάτων, κατά τη σύγκρουση πίπτοντος αντικειμένου από ύψος στο έδαφος, το έδαφος αναδεικνύεται σταθερά ο νικητής…