Την εβδομάδα που πέρασε τα ελληνικά media απασχόλησαν δύο εντελώς διαφορετικές προσωπικότητες. Τόσο διαφορετικές που θα μπορούσαν σχεδόν να τυποποιήσουν και δύο ανθρωπότυπους.
Ο πρώτος ήταν ο γνωστός παρουσιαστής κ. Καπουτζίδης, ο οποίος χρησιμοποίησε την τηλεοπτική του παρουσία σε μια εκπομπή για να κάνει κήρυγμα υπέρ της πολυπολιτισμικότητας και του αναπόφευκτου της αποδοχής ως Ελλήνων, των Αφρικανών μεταναστών. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Και στο παρελθόν ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει χρησιμοποιήσει το τηλεοπτικό του βήμα για να κάνει ακριβώς το ίδιο. Η έκπτωση στο χιούμορ για να περαστούν «μηνύματα» βέβαια δεν βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση στο τηλεοπτικό κοινό. Παρόλα αυτά έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος καθ’ έξιν προσπαθεί να διαμορφώσει άποψη και να ενισχύσει την «ψευδή συναίνεση». Εάν δεν έχετε ξαναδιαβάσει τον όρο «ψευδή συναίνεση» αυτός αναφέρεται στην προσπάθεια εκ μέρους της πολιτικής και μηντιακής ελίτ να τερματίσουν τον οποιοδήποτε διάλογο σε μια σειρά από θέματα, λέγοντάς μας επί της ουσίας ότι το ζήτημα έχει «λήξει». Από το μεταναστευτικό ως το ζήτημα των φύλων, από την μια ως την άλλη άκρη του πολιτικού και μηντιακού συστήματος υπάρχει μια συμφωνία. Όλοι συμφωνούν ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε όχι το δικαίωμα του Μήτσου να λέγεται Αντιγόνη, αλλά την υποχρέωση του κάθε πολίτη και δημόσιου υπαλλήλου να τον ονοματίζει ως Αντιγόνη. Όλοι συμφωνούν ότι είναι υποχρέωσή μας να περιθάλψουμε οποιονδήποτε δεν αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αφρική ή την Ασία και να εγκατασταθεί στην Ευρώπη, γνωστή και ως πατρίδα των επιδομάτων. Το «όλοι» βέβαια δεν συμπεριλαμβάνει έναν τεράστιο αριθμό πολιτών, οι αντίθετες γνώμες των οποίων πολλές φορές αποτυπώνονται στατιστικά σε έρευνες αλλά δεν εκπροσωπούνται στην σφαίρα του δημοσίου διαλόγου.
Από την άλλη είχαμε έναν άλλο άνθρωπο, ο οποίος δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να πει την γνώμη του σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στην προσωπική του ιστοσελίδα. Ο λόγος για τον Βασίλη Τσιάρτα. Και ο οποίος έγινε θύμα συντονισμένης επίθεσης ακριβώς από το ίδιο σύστημα δημιουργίας της «ψευδούς συναίνεσης». Και αυτό διότι το το γεγονός ότι ο Βασίλης Τσιάρτας είναι «επώνυμος» δημιουργεί ρήγματα σε αυτή την μαγική εικόνα της συναίνεσης. Και πρέπει άμεσα να «πειθαρχηθεί» προκειμένου να επανέλθει η «ομαλότητα».
Οι αντάρτικες αυτές φωνές δεν αρκεί να αποκλείονται από τον δημόσιο διάλογο. Πρέπει ακόμη και όταν εκφράζονται ακόμη και στην ιδιωτική σφαίρα, εάν αυτός που τις εκφέρει τυχαίνει να είναι αναγνωρίσιμος, να καταπνίγονται μέσω συντονισμένων επιθέσεων που δεν αντιτίθενται μόνον στην «άποψη» αλλά έχουν ως σκοπό να «δολοφονήσουν» τον χαρακτήρα που τόλμησε να την εκφράσει.