Το 1920 ο Ludwig Von Mises ξεκίνησε το περίφημο socialist debate. Προκάλεσε αναταραχή η οποία κράτησε 10 χρόνια μέχρι να αντιληφθούν οι υποστηρικτές του σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος την σημασία των ελεύθερα διαμορφούμενων τιμών. Ο Αυστριακός οικονομολόγος, εξηγούσε πως οι τιμές, είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο σύστημα πληροφοριών αξιολόγησης διαφορετικών κατηγοριών αγαθών, σε μια εμπορική/συναλλακτική οικονομία.
Κατά σειρά ένα σύστημα αξιολόγησης , πρώτων υλών, κεφαλαιουχικών αγαθών και τελικών/καταναλωτικών προϊόντων. Για παράδειγμα: Α) της διακύμανσης χρηστικότητας – ενδιαφέροντος – ποιότητας – επάρκειας, ανάμεσα στο ατσάλι, τον χαλκό και τον σίδηρο Β) της επεξεργασίας, διαμόρφωσης της τελικώς επιλεγμένης πρώτης ύλης και Γ) του τελικού προϊόντος που θα προκύψει από την μεταποίηση. Όλη αυτή η διαδικασία είναι αλληλένδετη και οι τιμές σε κάθε στάδιο της παραγωγής και του εμπορίου αφορούν διαφορετικές κατηγορίες επιχειρηματιών και εργαζομένων , ενώ στο τέλος αφορούν τον καταναλωτή.
Χωρίς την τιμή, είναι αδύνατον να αναγνωριστεί πιο αγαθό θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί (και με ποιόν τρόπο) κατά τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Όταν μια αγορά δεν είναι ελεύθερη , απλά δεν έχει την πληροφορία των τιμών όπως αυτές θα προέκυπταν μέσω εθελοντικής συναλλαγής και ως εκ τούτου χωρίς διεργασία προσφοράς και ζήτησης καθίσταται σχεδόν αδύνατο το κέρδος. (Κέρδος εννοούμε, την παραγωγή περαιτέρω πλούτου).
Ο von Mises υποστήριξε πως το οικονομικό σύστημα του σοσιαλισμού θα είναι πρωτόγονο παραγωγικά και τελικά θα αυτο-καταστραφεί χωρίς την διαμόρφωση των τιμών μέσω της ελεύθερης αγοράς. Προσπαθώντας ο κεντρικός σχεδιαστής να κοστολογήσει/τιμολογήσει/
Είναι γεγονός πάντως πως τα σοσιαλιστικά καθεστώτα και τα μονοπώλια τους, λαμβάνουν πληροφορίες τιμών απο τις σχετικά πιο ελεύθερες αγορές και έτσι καταφέρνουν να επιβιώσουν ως ένα σημείο. Όμως τελικά η αυθαιρεσία αυτή οδηγεί τον κόσμο στην εξαθλίωση.
Η θεμελιώδης και επίμονη αντίδραση των “Αυστριακών” ως προς την αποτελεσματικότητα της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, βασίστηκε στο ότι είναι αδύνατη η συγκέντρωση και επεξεργασία των τιμών από τον κεντρικό σχεδιαστή (κυβέρνηση, κεντρική τράπεζα).
Οι ταχύτατες εναλλαγές και η αναρίθμητη ποσότητα και ποιότητα αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και οι ειδικές περιστάσεις, καθιστούν αδύνατη την πληροφορία αυτή ώστε να προκύψει μια σωστή βάση δεδομένων μιλώντας για οικονομίες μεγάλης κλίμακας. Ως εκ τούτου, είναι μοιραίο να επιχειρείται διατίμηση και απόπειρες καθορισμού μέσου όρου ώστε να εξυπηρετηθεί η εκάστοτε παρέμβαση του κεντρικού σχεδιαστή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά ακινήτων σήμερα στην Ελλάδα. Διαβάζουμε σε δημοσίευμα σχετικά με την επικείμενη διαμόρφωση των “αντικειμενικών αξιών” [2]:
“Στις δύο πρώτες ζώνες ή διαφορετικά στις «φθηνές» περιοχές, η μείωση θα είναι της τάξης του 5%-10%. Στις «μεσαίες» περιοχές και συγκεκριμένα σε αυτές που το τετραγωνικό μέτρο κυμαίνεται από 1.550 έως 3.000 η μείωση θα είναι 15-20%. Στις «ακριβές» περιοχές η μείωση θα είναι της τάξης του 10%. Πάντως, οι νέες τιμές που προτείνονται από την επιτροπή σε καμία περίπτωση δεν αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην αγορά ακινήτων.
Αντίθετα, οι στρεβλώσεις διατηρούνται κυρίως στις ακριβές περιοχές, δεδομένου ότι οι αντικειμενικές αξίες είναι υψηλότερες σε αρκετές περιπτώσεις έως και 50% των εμπορικών. Ο αντίλογος που διατυπώνεται από μέλη της επιτροπής είναι ότι δεν είναι δυνατόν να απεικονίσει κάποιος την πραγματική κατάσταση της αγοράς, δεδομένου ότι οι πράξεις- αγοραπωλησίες στις ακριβές περιοχές είναι ελάχιστες.
Επισημαίνουν δε, ότι εάν μειωθούν περαιτέρω οι αντικειμενικές αξίες, συνολικά στην Ελλάδα θα δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα στα πιστωτικά ιδρύματα, δεδομένου ότι θα μειωθεί σημαντικά η αξία των υποθηκών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν ξεκινήσουν οι «ζυμώσεις» η επιτροπή σκόπευε να προτείνει τη μείωση των αντικειμενικών αξιών στις περιοχές με τιμή ζώνης άνω των 3.550 ευρώ κατά 20-30%.
Διαπιστώνουμε λοιπόν πως η όλη επιχείρηση “τιμολόγησης” είναι πρακτικά αδύνατη, δημιουργεί στρεβλώσεις, αδικίες οδηγεί επιχειρηματίες και καταναλωτές σε λάθος δράσεις/αποφάσεις και τελικά σε καταστροφή της αγοράς. Ειδική αναφορά δε, αξίζει στο κομμάτι όπου αναφέρεται πως: “εάν μειωθούν περαιτέρω οι αντικειμενικές αξίες, συνολικά στην Ελλάδα θα δημιουργηθεί μεγάλο πρόβλημα στα πιστωτικά ιδρύματα, δεδομένου ότι θα μειωθεί σημαντικά η αξία των υποθηκών.”
Ποιος είναι υπεύθυνος για αυτή την κατάσταση; Εξ αρχής ο κεντρικός σχεδιασμός “φούσκωσε” τις τιμές των ακινήτων, με μαζικές πιστωτικές επεκτάσεις (οι οποίες εκτίναξαν τις τιμές) καθώς και με εικονικές υπερτιμολογήσεις για φορολογικούς λόγους. Σήμερα, με την περιβόητη εσωτερική υποτίμηση και την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων, το μόνο που διατηρεί την “αξία” του, είναι το ονομαστικό χρέος βασισμένο κυρίως στα κόκκινα δάνεια της εποχής της “φούσκας” και στον “στόχο” είσπραξης ενός διατιμημένου ποσού από την κυβέρνηση (ΕΝΦΙΑ – φόροι μεταβίβασης).
Άλλο σημείο του “μεγαλείου” του κεντρικού σχεδιασμού όπου με αφέλεια αστοιχείωτου με βασικά οικονομικά λέει: “δεν είναι δυνατόν να απεικονίσει κάποιος την πραγματική κατάσταση της αγοράς, δεδομένου ότι οι πράξεις- αγοραπωλησίες στις ακριβές περιοχές είναι ελάχιστες.”
Αλήθεια; Καλώς ήρθατε στην πραγματικότητα. Είναι βασική αρχή της συναλλακτικής οικονομίας πως χωρίς συναλλαγές βασισμένες σε ελεύθερη διαδικασία προσφοράς και ζήτησης δεν μπορεί να προκύψει σωστή τιμή. Επιπρόσθετα, οι ανόητοι κεντρικοί σχεδιαστές, δεν καταλαβαίνουν καν πως όταν βάλλεται η ιδιοκτησία, καταστρέφεται ο καπιταλισμός. Πολύ απλά, αν δεν σου ανήκει κάτι και δεν γεύεσαι τους καρπούς του, δεν μπορείς να το ανταλλάξεις, η δεν θέλεις καν να ασχοληθείς για να το ανταλλάξεις. Το παρατάς.
Εξίσου θεμελιώδη στρέβλωση, αποτελεί η προσπάθεια τιμολόγησης βάσει “ζώνης”. Για τον κεντρικό σχεδιασμό δεν έχει καμία σημασία αν στην ίδια ζώνη υπάρχουν ακίνητα που – εμπορικά – αξίζουν πολύ περισσότερο η πολύ λιγότερο από άλλα ακίνητα. Συμπεραίνουμε λοιπόν πως στην προσπάθεια της διατίμησης και του “μέσου όρου” , ο κεντρικός σχεδιασμός όχι απλά αποτυγχάνει να είναι αποτελεσματικός, τουναντίον προσπαθεί με μια ακόμα αποτυχημένη παρέμβαση, να διορθώσει τα λάθη προηγούμενων καταστροφικών παρεμβάσεων οδηγώντας την αγορά ακινήτων στην οριστική της κατάρρευση.