Του Ραφαήλ Ρεκουνιώτη
Στις 24 Σεπτεμβρίου, το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας της Ε.Ε , εξασφάλισε χρηματοδότηση ύψους 4,2 δις. ευρώ για διαρθρωτικές και αναπτυξιακές δράσεις του αγροτικού τομέα της Ελλάδας. Η κίνηση αυτή, θα δώσει μια μεγάλη ώθηση στην χειμαζώμενη πρωτογενή παραγωγή της χώρας μας η οποία έχει κατηγορηθεί πολλάκις, μαζί με άλλους κλάδους, ως ΄΄οικονομικά αιμορραγούσα΄΄ λόγω ατασθαλιών που έγιναν τόσο από την πλευρά των πολιτικών, όσο και των παραγωγών.
Τα λάθη που έλαβαν χώρα παλαιότερα, είχαν βάση όχι μόνο τις λογιστικές παρατυπίες και τις προβληματικές κατευθύνσεις των αγροτικών πολιτικών, αλλά και μια λανθασμένη ανάγνωση του όρου ΄΄ύπαιθρος΄΄ από τον κοινό ελληνικό νου. Στο πλαίσιο της σύγχρονης εποχής, όροι που περιγράφουν τη θεώρηση της ανάπτυξης σε ένα εξωαστικό περιβάλλον δε νοούνται με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν.
Η ΄΄ύπαιθρος΄΄ αποτελούσε μια χωρική οντότητα όπου επικρατούσαν υποβαθμισμένες συνθήκες ζωής και οι άνθρωποι που ήταν μέρος της, θεωρούνταν κατώτεροι και ανίκανοι λόγω της άγνοιάς τους στο κέλευσμα της αστικοποιήσης. Αυτή η φιλοσοφία, υπάρχει ακόμα στην συμπλεγματική μας Ελλάδα που μένει, ίσως μόνη πιστή, στην ΄΄αγροτική μεσογειακή παράδοση΄΄. Σύμφωνα με αυτή, οι αγροτικές περιοχές θεωρούνται υποδεέστερες πολιτιστικά και είναι αδύναμες να παράγουν ιδεολογική αξία για την εθνική ταυτότητα και το μόνο σημείο που τις συνδέει με το αστικό περιβάλλον είναι η παραγωγική διαδικασία που αναλαμβάνουν.
Η σύγχρονη γεωγραφική αντίληψη της υπαίθρου δεν περιλαμβάνει μόνο τη σημασία του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά εξετάζει αυτό το χώρο στον οποίο λαμβάνουν χώρα, πολλές δράσεις και δραστηριότητες διαφόρων κοινωνικών ομάδων με αντικροούμενες αντιλήψεις που οδηγούν σε προσπάθειες ιδιοποίησης τμημάτων αυτής της οντότητας. Εν ολίγοις, συμπυκνώνεται η γεωργική παραγωγή με τη χωρική κατανάλωση(αγροτουρισμός, διατήρηση περιβάλλοντος, καινοτόμα προιόντα) και όπου οι δραστηριότητες δεν διατηρούν την πρωτοκαθεδρία μεταξύ τους αλλά έχουν μια ολοκληρωμένη και αλληλοεξαρτώμενη σχέση που προάγει τον αγροτικό χώρο. Έτσι, αναγνωρίζονται ευρύτερα οι σχέσεις ανταγωνισμού και συμπληρωματικότητας με τον αστικό χώρο, αν και η ύπαιθρος αποτελεί μια διακριτή πραγματικότητα που δεν έχει σχέση με τις γεωργικές και τις αστικές της χρήσεις.
Τα τελευταία χρόνια,ωστόσο, ερευνητές έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να αναθεωρηθεί και ο όρος ΄΄αγροτικό΄΄ αφού φανερώνει αδυναμία σε μελέτες που προσπαθούν να συλλάβουν και να διατυπώσουν θεωρητικά τις χωρικές μορφές που σηματοδοτούν τις κοινωνικοοικονομικές αλλαγές. Συγκεκριμένα, προωθείται η έννοια της ΄΄περιφερειακότητας΄΄ ως μιας πιο εύστοχης έννοιας για την εξέταση ανάπτυξης των περιφερειών και την προώθηση των κατάλληλων πολιτικών προκειμένου να αναβαθμιστούν ακόμα περισσότερο.
Ωστόσο, υφίσταται μια αντίφαση ανάμεσα στην αύξηση χρησιμοποίησης του όρου της ΄΄περιφερειακότητας΄΄ από ερευνητές και στην εμμονή της χρήσης της έννοιας του ΄΄αγροτικού΄΄ από κυβερνήσεις, δημόσιους φορείς και παγκόσμιους οργανισμούς. Ίσως εκεί έγκειται η αναιμική βαρύτητα που δίνεται από κυβερνήσεις και συνασπισμούς κρατών(Ε.Ε.) στις περιφέρειες και η παρουσία οικονομικών προβλημάτων που αναφέραμε στην αρχή.
Κλείνοντας, αναφέρουμε ότι η πολιτική που πρέπει να ακολουθηθεί τα επόμενα χρόνια σε αυτό το ευαίσθητο θέμα της χώρας -όπου η πρωτογενής παραγωγή παίζει σπουδαίο ρόλο- οφείλει να σχεδιαστεί πάνω στις σύγχρονες επιταγές τις ερευνητικής μελέτης, αλλά και να επικεντρωθεί πάνω στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής γης και του έλληνα παραγωγού προκειμένου να υπάρξουν ακόμα περισσότερα έσοδα, δημιουργικότητα και να τεθούν ισχυρές βάσεις για ανάδειξη του ρόλου της υπαίθρου στην κοινωνική μας πραγματικότητα.