Όταν ο Πόντιος Πιλάτος επέτρεψε να ταφεί το νεκρό σώμα του Ιησού, οι Φαρισαίοι του ζήτησαν επιτακτικά να στείλει φρουρά να φυλάσσει τον τάφο για τρεις ημέρες, μην τυχόν και οι μαθητές Του κλέψουν το σώμα και πουν ότι αναστήθηκε· “και έσται η εσχάτη πλάνη χείρων της πρώτης”. Ο πραγματικός φόβος των Φαρισαίων δεν ήταν η εξαπάτηση αλλά αυτό καθ’ εαυτό το ενδεχόμενο της Ανάστασης. Κι αν αναστηθεί στ’ αλήθεια; Τυφλωμένοι από την ιδεοληψία, την κακία και την αρχομανία ήταν αδύνατον να μιλήσει στην ψυχή τους ακόμα και το πιο συγκλονιστικό θαύμα. Ακόμα και οι θαυματουργικές επεμβάσεις του Χριστού στον ανθρώπινο πόνο, ήταν γι’ ατούς καταπάτηση της αργίας του Σαββάτου κι όχι κάποιο υπερφυσικό σημάδι, ικανό να τους συνταράξει και να τους μεταβάλει τρόπο σκέψης και ζωής. Γι’ αυτούς η Ανάσταση ήταν πρόβλημα και όχι λύση. Ήταν βόμβα στα θεμέλια του φαιδρού οικοδομήματος του συμφέροντος και της ματαιοδοξίας τους αφού ανέτρεπε το άδειο και σαθρό τους κήρυγμα και συνέτριβε τις αλυσίδες του σκότους και της τυπολατρίας με τις οποίες έσερναν δέσμιο το λαό.
Όπως σε κάθε εποχή έτσι και σήμερα, η Ανάσταση του Χριστού εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα για πολλούς. Από την μαχόμενη αθεΐα του Μαρξισμού που πολέμησε την θρησκεία και την θρησκευτικότητα με κάθε τρόπο, μέχρι και τον σύγχρονο “χριστιανό” που ενώ γιορτάζει την Ανάσταση του Χριστού αρνείται να την δεχθεί ως πρόδρομο και αιτία της δικής του ανάστασης. Και οι δύο, με διαφορετικό έστω τρόπο και σκοπό, αρνούνται ένα πράγμα: το πνεύμα. Η Αριστερά βάσισε την άρνηση του πνεύματος στην θεωρία του ιστορικού υλισμού, του πατέρα της Μαρξ. Ο Μαρξ διακηρύττει ότι τα πάντα είναι ύλη, η ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία με το Θείο είναι απόρροια του φόβου και της αμορφωσιάς του και η μόνη κινητήρια δύναμη της ιστορίας και της κοινωνικής εξέλιξης είναι η πάλη των τάξεων. Ο Μαρξισμός δεν αναγνωρίζει το πνεύμα και κανένα μεταφυσικό επέκεινα. Τα πάντα γίνονται για την ύλη και o άνθρωπος προσδιορίζεται μόνο από την θέση του στο κύκλωμα της παραγωγής και την κοινωνική του τάξη, δηλαδή από το πόσα υλικά αγαθά έχει αποκτήσει. Γι’ αυτό άλλωστε, για την κυβερνώσα σήμερα Αριστερά στην χώρα, η Επανάσταση του ’21 για παράδειγμα, ήταν μια ταξική εξέγερση κατά της ντόπιας και Οθωμανικής φεουδαρχίας και όχι ένας εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας “για του Χριστού την Πίστη την αγία και της Πατρίδας την ελευθερία” όπως διακήρυξαν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της.
Κι από τους στρατευμένους αρνητές του πνεύματος, στον σύγχρονο χριστιανό, που προσέρχεται στις Ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, συγκινείται από το Θείο δράμα αλλά δεν αποφεύγει την παγίδα να συμπονέσει τον Χριστό ως έναν πάσχοντα άνθρωπο κι όχι να δει στα Πάθη και τον Σταυρό την δική του λύτρωση από την αμαρτία, την νέκρωση των δικών του παθών πάνω στο Γολγοθά, την προοπτική της αιωνιότητας που ανοίγει μπροστά του η Ανάσταση του Θεανθρώπου. Σέρνεται στα χείλη μας εθιμοτυπικά το «Χριστός Ανέστη» (από όσους εξ ημών τολμούν ακόμη να το λένε) χωρίς αυτό να αποτελεί εμπειρία και βίωμα χαράς και πεποίθηση ότι ο Χριστός αναστήθηκε για τον καθένα από εμάς, χωρίς αυτή η διακήρυξη να μεταβάλει στο ελάχιστο την θέαση των πραγμάτων και τη ζωή μας. Όσο εύκολο μας είναι να προφέρουμε αυτήν την αναγγελία τόσο δύσκολο είναι να δεχθούμε την αλήθεια που την συνοδεύει. Δηλαδή την δική μας ανάσταση. Εκεί η λογική μπαίνει πάνω από την πίστη και η Ανάσταση του Χριστού από αιτία γιορτής και χαράς μεταβάλλεται σε πρόβλημα. Εκεί ακριβώς όμως είναι που απαιτείται και δοκιμάζεται η πίστη.
Ακόμα και απ’ το κήρυγμα της Εκκλησίας απουσιάζει πολλές φορές η προοπτική της αιωνιότητας και άλλες φορές ενυπάρχει μηχανιστικά. Ακόμα κι εκεί η Ανάσταση, από θεμέλιο της πίστης γίνεται πρόβλημα. Από προσωπικό βίωμα χαράς και προσδοκίας για τον καθένα, γίνεται προσωπική υπόθεση του Χριστού όπως απεικονίζεται στην “δυτικότροπη” εικόνα της Αναστάσεως όπου ο Χριστός ως “σούπερ ήρωας” βγαίνει από τον τάφο κρατώντας το λάβαρο της νίκης. Αντίθετα στην Ορθόδοξη παράσταση της Ανάστασης, ο Χριστός κατεβαίνει στον Άδη και τραβά από τη φθορά και το θάνατο τον Αδάμ, ο οποίος συμβολίζει ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Εκεί ο άνθρωπος συμμετέχει στην Ανάσταση, επωφελείται από αυτήν, συνανασταίνεται μαζί με τον Χριστό. Αυτή η διαφορά στις δύο εικόνες, αντιπροσωπεύει με τον καλύτερο τρόπο την διαφορά της θέασης του γεγονότος της Ανάστασης μεταξύ αυτών που λένε «Χριστός Ανέστη» και σε αυτούς που το βιώνουν εμπειρικά. Σε αυτούς που βλέπουν την Ανάσταση ως θρησκευτική εθυμοτυπία και γιορτή μέχρι εκεί που αρχίζει να γίνεται πρόβλημα και σε αυτούς που την βιώνουν ως εμπειρία και ως την μόνη λύση στο πρόβλημα του θανάτου.