Ιωάννης Γ. Στρατάκης
Staffordshire University
“Καλά μωρέ, δεν μπορεί ολόκληρη Ευρώπη να ζήσει μια Ελλαδίτσα;”
Η εν λόγω φράση ανήκει σε υπερήλικα που ψήφιζε φανατικά Πα.Σο.Κ την τελευταία 40ετία. Είναι μια φράση που συνοψίζει σε λίγες λέξεις την ψυχοσύνθεση του νεοέλληνα, αυτού του περήφανου και αξιοπρεπή που τόλμησε να υψώσει το ανάστημα του ενάντια στους κακούς τοκογλύφους και τους μοχθηρούς δανειστές. Του περήφανου λαού που ακολουθώντας τα χνάρια των προγόνων του είπε ένα περήφανο και βροντερό όχι, ακολουθώντας την προτροπή της επίσης περήφανης και ανυπότακτης κυβέρνησης του “Πρώτη φορά αριστερά”(πονάει για πάντα η πρώτη φορά…).
Ο προαναφερθείς περήφανος λαός λοιπόν έμαθε επί 40ετίας ότι λόγω κάποιας –προφανώς μαγικής- ιδιότητας που διαθέτει οφείλει όλη η ανθρωπότητα να τον υπηρετεί. Έμαθε επίσης ότι στην δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, συνεπώς ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των πολιτικών του επιλογών πάντα θα γλιτώνει τις επιπτώσεις διότι είναι κυρίαρχος και περήφανος. Κατάφερε να εγκαθιδρύσει την δικτατορία των μέτριων και να πολεμήσει ανελέητα οτιδήποτε και οποιονδήποτε τολμούσε να ξεπεράσει τα όρια που έθετε έτσι ώστε να αισθάνεται χαρούμενος( ο νεοέλληνας πάντα) μέσα στην αισθητική υποκουλτούρα και τη μετριότητα. Τέλος κατάφερε (με όχι ιδιαίτερο κόπο να λέμε την αλήθεια) να θυσιάσει την όποια ταυτότητα είχε ποτέ στο βωμό της μικροαστικής του ματαιοδοξίας.
Αφού πλέον υπάρχει μια γενική εικόνα για αυτό το, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρον δείγμα έμψυχου δίποδου ας αρχίσουμε να αναλύουμε σε βάθος μία προς μία τις αρετές που συνθέτουν την αξιολάτρευτη του προσωπικότητα. Πρώτη και καλύτερη ασφαλώς η απαίτηση να καλύπτουν άλλοι τις ανάγκες του, είτε μέσω επιδοτήσεων είτε μέσω επιδομάτων. Για να πετύχει βέβαια αυτόν του το σκοπό οργανώθηκε ομάδες, τις οποίες ονόμασε συνδικαλιστικά σωματεία, και μέσω αυτών μπορούσε να εκβιάζει και να απαιτεί αλόγιστα απειλώντας κατά κύριο λόγο με απεργίες και διάφορες άλλες ενέργειες. Επέκταση αυτών των ομάδων έγιναν οι κομματικοί και κρατικοί μηχανισμοί που φρόντιζαν να υπάρχουν νόμοι που να συνεπικουρούν στις δίκαιες και δημοκρατικές απαιτήσεις του λαού. Ακόμα και όταν ερχόταν η ώρα να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της τακτικής αυτής ο πάντα περήφανος και ανυπότακτος λαός κατέφευγε σε προσωρινές λύσεις που βοηθούσαν τα μέγιστα στη διόγκωση του προβλήματος. Όταν κάτι δυσαρεστούσε τα χαρούμενα έμψυχα δίποδα προχωρούσαν σε εκλογές και φρόντιζαν να αναδείξουν κυβέρνηση οιοδήποτε υποσχόταν τις περισσότερες απολαβές με το λιγότερο κόστος. Λέξεις έχασαν το νόημα τους και έννοιες εκφυλίστηκαν έτσι ώστε να καταλαγιάζει, προσωρινά πάντα, η ακόρεστη πείνα τους. Επειδή ασφαλώς η ευτυχία του λαού ήταν -και προφανώς είναι- προτεραιότητα εγκαθιδρύθηκε η δικτατορία της μετριότητας, η οποία ελεγχόταν από μέτριους και απευθυνόταν σε μέτριους. Ένα διεστραμμένο είδος πολιτικής ορθότητας βάση του οποίου κανείς δεν έπρεπε να ξεπερνά το μέσο κάνοντας την πλειοψηφία των μέτριων( εγώ βέβαια τους αποκαλώ άχρηστους) να αισθάνονται άβολα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία αργά αλλά σταθερά ξεκίνησε ένας ισοπεδωτικός εξισωτισμός και το πτωχός πλην τίμιος μετατράπηκε στο άχρηστο παράσιτο αλλά χαρούμενος. Γνώμονας, εννοείται δε, ότι πάντα ήταν το χείριστο και όχι το βέλτιστο, φυσικό επακόλουθο ασφαλώς αποτελεί η σημερινή κατάσταση. Τα αριστεία καταργήθηκαν για να μην αισθάνονται άβολα οι κακοί μαθητές, μια φανατισμένη αριστερή -και ενοχλητική ως προς την αισθητική μου- πρόεδρος της βουλής βγάζει με κάθε ευκαιρία πύρινους λόγους υπέρ της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης ενώ σε λίγο όπως πάμε θα καταργηθεί και ο αθλητισμός προκειμένου να μην υπάρχουν πεδία στα οποία να μπορεί να διακριθεί κανείς έναντι των άλλων.
Είτε μας αρέσει είτε όχι αυτή η χώρα, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν έχει καμία ελπίδα. Όσο συνεχίζεται αυτή ηττοπαθής νοοτροπία του ζητιάνου και οι δήθεν λεονταρισμοί εκ του ασφαλούς που έχουν ανάγει την “βλαχομαγκιά” σε εθνικό μας σπορ η ίδια κατάσταση θα συνεχίζεται εσαεί. Ανεξάρτητα του πόσα προγράμματα διάσωσης θα εφευρεθούν και πόσες φορές θα σωθούμε(χάρις σε αυτό που πιθανολογώ ότι είναι σεβασμός στον πολιτισμό που παρήγαγαν οι πρόγονοι μας) η έλλειψη φιλοδοξιών και ιδανικών θα οδηγήσει και πάλι στα ίδια τραγικά αποτελέσματα. Ο μέσος αμερικανός υιοθετεί τον καπιταλισμό και τον ερμηνεύει ως μια νοοτροπία πρωταθλητή που τον ωθεί σε ρίσκα σε συνδυασμό με επίπονη και επίμονη εργασία για να επιτύχει το στόχο του. Ο μέσος νεοέλληνας υιοθετεί τον ηττοπαθή σοσιαλισμό και φροντίζει να μειώσει στο ελάχιστο τον κόπο που απαιτείται για την επίτευξη του στόχου… ξεχάστηκα και παρασύρθηκα, βουτηγμένος στην ψεύτικη ευτυχία και το βόλεμα της μετριότητας του ο νεοέλληνας δεν έχει στόχους. Έχει μόνον ανάγκες τις οποίες πρέπει να καλύπτουν άλλοι.