της Αγγελικής Βασιλοπούλου*
Η αμφιλεγόμενη όσο και διαμφισβητούμενη διαλεκτική σχετικά με το ζήτημα της στοχευόμενης επίθεσης (targeted killing) κατά ανθρώπινων πληθυσμών και της νομιμοποιημένης άσκησης βίας (just violence βλ. R. Norman), όπου αυτή κρίνεται αναγκαία, ώστε να εγγυηθεί η ασφάλεια των πολιτών μιας χώρας, φαίνεται πως δεν βρίσκει επιτυχείς διαύλους ανάπτυξης. Ίσως η παγκόσμια φρίκη που προκαλεί το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα στο κέντρο της ευρωπαϊκής πρωτεύουσας του Παρισίου, να μην κρίνεται ως επαρκής για όσους σπεύδουν να την αιτιολογήσουν, εστιάζοντας στην καλλιέργεια ενός ψευδοηθικού διαλόγου. Μια τέτοια μορφή διαλόγου που προτιμά να καλύπτεται πίσω από ένα πέπλο αντί να στέκεται κριτικά και ευθαρσώς απέναντι στο φαινόμενο της ισλαμικής τρομοκρατίας, βρίσκει συνήθως επιχειρηματολογικό καταφύγιο στις αιτίες παρά στις λύσεις.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι τρομοκρατικές επιθέσεις όσο πανικό, αποστροφή και ανυπολόγιστες συνέπειες κι αν αφήνουν στο πέρασμά τους, τόσο καλλιεργούν μια ζοφερή ρητορική, η οποία καλλιεργείται με σκοπό να δημιουργηθεί μια πληθώρα επιμέρους ερωτημάτων, τα οποία είναι θεμιτό να τίθενται ως τέτοια, πλην όμως επιφέρουν ιδεολογικό χαοτισμό και λεξιμαργικό λαϊκισμό. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως η αρετή, την οποία συχνά επικαλούνται όσοι υποστηρίζουν πως ο φονταμενταλισμός μπορεί να ειδωθεί μέσα από ένα πρίσμα μερικής ανοχής, αν όχι δικαιολόγησης. Τα κριτήρια στα οποία στηρίζονται οι υποστηρικτές αυτής της άποψης, όχι μόνο δεν συνάδουν με θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας, αλλά μάλλον δίνουν ένα περιθώριο επιλογής ανάμεσα στο να σκοτώνεις ικανοποιώντας το λαϊκό αίσθημα ή να σκοτώνεσαι πάλι ικανοποιώντας το λαϊκό αίσθημα. Και στις δύο περιπτώσεις ο πόλεμος είτε ως Jus ad Belum (με δίκαιο σκοπό) είτε ως Jus in Belum (με δίκαια μέσα) νομιμοποιείται. Αυτό που λησμονείται συχνά σε αυτή τη ρητορική είναι η συμφωνία σε ορισμένες αρχές. Για παράδειγμα, η δημοκρατία με αφετηρία της τον αρχαίο ελληνικό κόσμο ως τις σύγχρονες μορφές της στις δυτικές κοινωνίες, διατηρούσε πάντοτε έναν κοινό παρονομαστή: το κράτος ασφάλειας στην επιθετική του μορφή. Σε ένα τέτοιο λοιπόν κράτος η ρητορική περί δυνατών και αδυνάτων ισχναίνει, ιδιαιτέρως δε, όταν ο πόλεμος αποφασίζεται από μια νόμιμη αρχή (την κυβέρνηση). Στην περίπτωση όμως που ένας πόλεμος ή μια επίθεση αποφασίζεται από μια ομάδα ή συλλογικότητες, οι οποίες έχουν αποφασίσει να ανοίξουν νέα μέτωπα σύγκρουσης, ακόμα κι αν αυτά είναι αντίθετα προς το λαϊκό αίσθημα, τότε μιλάμε για κατά μέτωπον επίθεση, παρακάμπτοντας την επίσημη κήρυξή του από τη νόμιμη αρχή.
Εδώ ακριβώς ξεκινά και το ίδιο το πρόβλημα της διαλεκτικής, το οποίο αναφύεται μάλλον ως τρόπος του νοείσθαι παρά ως μέθοδος προσέγγισης της πραγματικότητας. Ας θυμηθούμε στη μυθολογία τη διαλεκτική θεά Δίκη που εξέβαλε τον Δία, ο οποίος εκπροσωπεί το Λόγο, με αποτέλεσμα να αποκτήσει ανεξέλεγκτη ισχύ στους άνδρες που κράδαιναν το ξίφος της εξουσίας (ύβρις-τίσις-νέμεσις). Ένας πόλεμος που αιτιολογείται τόσο αμυντικά όσο και επιθετικά, δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως υπάρχει τουλάχιστον ένας επαρκής λόγος για τη διεξαγωγή του. Και τι συμβαίνει, όταν υπάρχει δυσαναλογία των μέσων και των σκοπών ενός πολέμου; Τότε πλέον ομιλούμε για ηθική αποτίμηση του πολέμου ή για μια επικοινωνιακή πολιτική των εμπλεκόμενων σε αυτόν. Ο Engels έβλεπε πως τα δίκαια μέσα δεν έχουν νόημα, παρέχουν όμως μια διαφορετική ερμηνεία στον δίκαιο σκοπό ενός πολέμου. Πιο πραγματιστικά, ο Clausewitz είχε αναφερθεί στον πόλεμο με τη γνωστή φράση πως δεν είναι άλλο παρά «η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Ο F. Hegel πιο καυστικά αναφερόταν στον πόλεμο που «διατηρεί την ηθική υγεία των λαών», ενώ ο Αριστοτέλης τον έβλεπε ως σχολείο αρετής.
Όπως και να’ χει, σε περιπτώσεις όπου πρέπει να αποφασιστεί η αμυντική θωράκιση μιας χώρας με ταχύ και αποτελεσματικό τρόπο, η διαλεκτική της πολιτικής ορθότητας στέκεται κάπου στην άκρη, καθώς η αποτίμηση μιας πράξης δεν έχει να κάνει με το ποια πλευρά είναι η ισχυρή και ποια η αδύναμη, αλλά ποιοι επωφελούνται από το χάος και το έγκλημα και συνεχίζουν να παραμένουν ατιμώρητοι. Επομένως η άποψη ότι ο στόχος των τρομοκρατών της επίθεσης στο Παρίσι ήταν περισσότερο συμβολικός παρά με σκοπό να πλήξει συγκεκριμένες ομάδες νέων και άλλων ανθρώπων, παρότι ακούγεται ελκυστικό στα αυτιά όσων δεν δικαιολογούν τη λεγόμενη «ισλαμοφοβία», εν τούτοις παραβλέπει το ίδιο το γεγονός, δηλ. την τυφλή και φανατισμένη επίθεση επί παντός και την ίδια την απαξίωση της έννοιας του πολέμου. Στη φιλοσοφία υπάρχει η λεγόμενη «θεωρία ροής και ταυτότητα των αντιθέτων», η οποία προσπαθεί να βρει μια σύνδεση ανάμεσα σε ένα γεγονός και το αποτέλεσμα αυτού.
Μπορεί να υπάρξει ορθή και μη ορθή διαλεκτική σε ζητήματα βίας και πολέμου; Κι αν όχι, πώς τελικά μπορούμε μέσω της διαλεκτικής να βλέπουμε ένα πρόβλημα όχι μόνο αντιθετικά, αλλά και μη αντιφατικά υπό την προϋπόθεση ότι δεν κλείνουμε τα μάτια στις διαφοροποιήσεις που μπορεί να έχει αυτό το πρόβλημα. Τελικώς, το ίδιο το ζήτημα του πολέμου μας υποχρεώνει να υπερβούμε την ανάγκη μας για ορθότητα και να δούμε πώς το ιστορικοκοινωνικό γίγνεσθαι μεθερμηνεύεται βάσει της ρητορικής της πολιτικής ορθότητας. Στο καλούπι του ιστορικισμού του πολέμου, η συναισθηματική ένταση ή η όποια προσωπική εσωτερική πάλι έχει ο καθένας από εμάς, δεν ωφελεί το διάλογο και τη διαλεκτική περί της βίας, αλλά μάλλον παραπλανεί. Η πραγματικότητα δεν πρέπει να μας υποψιάζει, αλλά να μας φέρνει αντιμέτωπους με τους δαίμονες της ορθότητας. Η αληθινή επανάσταση σε αυτήν την περίπτωση είναι η επανάσταση του ηρακλείτειου Λόγου. Τελικώς, το τι είναι δίκαιο προσδιορίζεται από την έκβαση των γεγονότων και υπακούει στη βούληση και όχι την αβουλία, στην επιδίωξη για την αλήθεια και όχι στην παραπλανητική περιγραφή.
*Η Αγγελική Βασιλοπούλου είναι υπ. Δρ. Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών