Η κατάσταση στην χώρα είναι πια μη αναστρέψιμη. Όσοι από εμάς πίστεψαν ότι η πτώση αυτής τη κυβέρνησης θα έρθει δια της φθοράς έσφαλαν. Η εκτίμηση ότι η αντιμετώπιση της κρίσης είναι ενας δρόμος αντοχής ήταν επίσης εσφαλμένη, επρόκειτο για αγώνα απέναντι στον χρόνο. Μόνο που τώρα ο χρόνος τελειώνει και δεν έχουμε φτάσει καν στην μέση.
Αυτή τη στγμή “τρέχουν” παράλληλα τρεις επιμέρους κρίσεις, οι οποίες ανταγωνίζονται για το ποια θα επιφέρει πρώτη το βαρύ πλήγμα που από την αρχή αυτής της περιόδου προσπαθούμε να αποφύγουμε.
Στο πεδίο της οικονομίας η κατάσταση είναι γνωστή. Η εξαντλητική φορολόγηση των τελευταίων ετών, έχει πια καθυποτάξει και την τελευταία αντίσταση των παραγωγικών τάξεων της χώρας. Από τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες εως τις όποις εναπομείνασες επιχειρήσεις, το ταμείον είναι μείον. Αντιστοίχως, με την παραγωγική διαδικασία σε παύση, το δημόσιο στερείται πλέον σοβαρών εσόδων. Ήδη πολλές υπηρεσίες, με κυριότερες το ΕΣΥ και τη κοινωνική ασφάλιση, των οποίων η κατάρρευση, μετά από χρόνια διαφθοράς και παραμέλησης, είναι απλά θέμα χρόνου. Σε αυτό να προστεθεί η διαρκής διόγκωση των δημοσίων αναγκών λόγω των προσλήψεων υμετέρων και των έκτακτων περιστάσεων που δημιούργησε το προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα.
Και αυτό μας φέρνει στην δεύτερη επιμέρους κρίση. Η εθνική ασφάλεια είναι γνωστό ότι διαταράχθηκε από την αρχή της οικονομικής κρίσης, αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, υπέστη ίσως τον μικρότερο αντίκτυπο από κάθε άλλο τομέα στην χώρα. Αυτά μέχρι σήμερα, αφού πλέον είανι φανερό ότι η ασφάλεια είναι μέγεθος που διαρκώς συρικνώνεται. Δεν είναι σκόπιμο να αναφερθούν οι διάφορες, διαχρονικές και ως εκ τούτου γνωστές εξωτερικές απειλές. Αξίζει μόνο να αναφερθεί ότι όταν πια και κρατίδια του μεγέθους των Σκοπίων είναι σε θέση να προκαλούν, τα πράγμα έχουν πάρει ανησυχιητική τροπή. Εκείνο, όμως, που, κατα την γνώμη του γράφοντος τουλάχιστον, είναι εξαιρετικά ανησχυτικό, είναι η κατάσταση της εσωτερικής δημόσιας ασφάλειας. Μια σειρά περιστατικών που ξεκινούν με την εισβολή στο Ιταλικό Προξενείο στα τέλη Νοεμβρίου, συνεχίστηκαν με καταστροφές σταθμών του ΗΣΑΠ και προγραφή των εργαζομένων εκεί ελεγχτών και κατέληξαν στην ένοπλη (!) πορεία στα Εξάρχεια, συνθέτουν ένα εξόχως ανησυχητικό μοτίβο.
Στο σκηνικό αυτό πρέπει κανείς να προσθέσει δύο ακόμα παράγοντες που επιτείνουν την κατάσταση. Ο πρώτος είναι η γνωστή ιδεολογική συγγένεια του κυβερνώντος κόμματος προς τον υπεύθυνο για τα παραπάνω πολιτικό χώρο, η οποία έχει εκφραστεί πολλάκις με την έμπρακτη ανοχή ακόμα και συμπάθεια προς δράστες τέτοιων περιστατικών. Ο δεύτερος έχει να κάνει, βεβαίως, πάλι με την παρουσία πολλών χιλιάδων ανθρώπων στην χώρα μας, οι οποίοι εμφορούνται από μια εντελώς διαφορετική αξιολογική κλίμακα και οι οποίοι έχουν ήδη αρχίσει να συμπεριφέρονται βίαια, ως αποτέλεσμα του εγκλωβισμού τους στην χώρα. Μόνο να φανταστεί μπορεί κάποιος το τι θα επακολουθήσει αν αυτοί οι άνθρωποι φύγουν από τους ανοιχτούς καταυλισμούς της Ειδομένης και του Πειραιά και “χαθούν” στον αστικό ιστό της Αθήνας, της Θεσσαλονικής και των άλλων μεγάλων πόλεων.
Το χειρότερο όμως είναι ότι πια η χώρα βρίσκεται σε ολοκληρωτική διπλωματική απομόνωση. Με τους τραγελαφικούς χειρσμούς και τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις τόσο στο οικονομικό όσο και στο προσφυγικό/μεταναστευτικό ζήτημα, η Ελλάδα έχει πια μετατραπεί σε ένα δυσβάσταχτο φορτίο για την Ευρώπη. Όσο και αν είχαμε καταφέρει να διασκεδάσουμε τις διάφορες κατηγορίες εναντίον μας στο οικονομικό πεδίο κερδίζοντας χρόνο από εκεί, το γεγονός ότι δράστες τόσο των επιθέσεων της Γαλλίας όσο και του Βελγίου πέρασαν από την χώρα μας ανενόχλητοί μας καθιστά την κερκόπορτα της Ευρώπης.
Συνολικά στόχος του παρόντος δεν είναι να κινδυνολογήσει, αλλά να σκιαγραφήσει μια κατάσταση που προκαλεί γνήσια ανησυχία σε όποιον δεν έχει παραδοθεί ακόμα στο γενικότερο δόγμα του ωχαδερφισμού και αριστερής αποχαύνωσης που έχει διαβρόσει την κοινωνία από άκρη σε άκρη. Η χώρα απαιτεί επειγόντως αλλαγή πορείας πλεύσης, τόσο σε διαχειριστικό όσο και σε αξιακό επίπεδο.