του Κώστα Ζαφειράτη*
Πρώτο αίτημα των αλβανικών κυβερνήσεων μετα την πτώση της κομμουνιστικής δικτατοριας στην Αλβανία, είναι η άρση του εμπολέμου από την Ελλάδα.
Το αίτημα αυτό των αλβανικών κυβερνήσεων τίθεται κατά επανάληψη. Τέθηκε και κατά των τελευταίων επισκέψεων στα Τίρανα του κ. Βενιζέλου και στη συνέχεια του πρόεδρου της Δημοκρατίας κ. Παπούλια.
Ας δούμε όμως ιστορικά πως τέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση η Ελλάδα και η Αλβανία.
Στις 12 Απριλίου 1939, σε συνεδρίασή της η Αλβανική Συντακτική Συνέλευση προσέφερε το Αλβανικό Βασιλικό Στέμμα στον βασιλιά της Ιταλίας Βίκτωρα Εμμανουήλ, με την θερμή παράκληση να το δεχθεί.
Στις 26 Μαϊου 1939, μετά από αίτηση του Αλβανικού Υπουργικού Συμβουλίου, αποφασίστηκε η συγχώνευση των ενόπλων δυνάμεων της Ιταλίας και Αλβανίας. Οι Αλβανοί αξιωματικοί και στρατιώτες εντάχθηκαν στην 6η Ιταλική Στρατιά που είχε έδρα την Αλβανία. Συγκροτήθηκαν ανεξάρτητα τάγματα όπως Dajti, Drini, Tomori, Taraboshi και άλλα. Υπήρχαν επίσης μονάδες Αλβανών μελανοχιτώνων και 3.500 άτακτοι εθελοντές Αλβανοί που προθυμοποιήθηκαν να λάβουν μέρος στον ιταλικό στρατό κατά την εισβολή του στην Ελλάδα.
Στις 16 Μαρτίου 1940, ο Αλβανός πρωθυπουργός Μουσταφά Κρούγια δηλώνει ότι η ένωση με την Ιταλία, μετά και την παραχώρηση του βασιλικού στέματος στον Βίκτωρα Εμμανουήλ από την Αλβανική Συνταγματική Συνέλευση, ουδόλως έθιγε την ανεξαρτησία της Αλβανίας.
Στις 10 Ιουνίου 1940, η Αλβανική Κυβέρνηση αποφάσησε πως το Βασίλειο της Αλβανίας θα βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση εναντίων των εμπόλεμων χωρών με την Ιταλία.
Στις 4 Ιουλίου 1940, με τον αλβανικό νόμο Αρ. 319, που κυρώθηκε από την αλβανική Βουλή, στο άρθρο 1, ορίζεται ότι κάθε κράτος που θα περιέλθει σε εμπόλεμη κατάσταση με την Ιταλία περιέρχεται αυτομάτως σ’ αυτή και με την Αλβανία. Συγκεκριμένα: «Το Αλβανικό Βασίλειον αναγνωρίζει ότι ευρίσκεται εις πόλεμων με εκείνα τα κράτη με τα οποία το Βασίλειο της Ιταλίας θα ευρεθεί εις πόλεμων». Δηλαδή με το νόμο αυτό η Αλβανία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας, ΗΠΑ.
Στις 10 Νοεμβρίου 1940, η Αλβανία την περίοδο της κήρυξης του πολέμου εκ μέρους της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδας αποτελούσε τμήμα του ιταλικού Βασιλείου, μετά από απόφαση της αλβανικής Βουλής και της προσφοράς του βασιλικού σιτέματος της Αλβανίας στον Βασιλιά της Ιταλίας. Κατά τη διάρκεια της ιταλικής επίθεσης, σχεδόν το σύνολλο των στρατιωτικών δυνάμεων της Αλβανίας πολέμησαν στο πλευρό του ιταλικού στρατού κατά της Ελλάδας. Η Ελλάδα κύρηξε την Ιταλία και Αλβανία ως εχθρικά κράτη με το Βασιλικό Διάταγμα Α.Ν. 2636/40 «Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγυήσεως εχθρικών περιουσιών» που υπογράφηκε στις 10 Νοεμβρίου 1940. Ο νόμος αυτός, που ήταν σίμφωνος προς Διεθνές Δίκαιο, καταργήθηκε στη διάρκια της Κατοχής αλλά επανήλθε σε ισχύ μετά την απελευθέρωση, με τον εν δυνάμη νόμο 13/1944, που αφορά για το πια κράτη θεωρούνται εχθρικά. Για την Ιταλία ο χαρακτηρισμός ως εχρικό κράτος έπαψε να ισχύει με την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης το 1947.
Στην τελευταία επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας, κ. Βενιζέλου στην Αλβανία, ο αλβανός υπουργός ζήτησε, μεταξύ άλλων, να καταργήσει η Ελλάδα τον νόμο περί εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία και «να αναγνωρίσει το δικαίωμα της ιδιοκτησίας σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Ο κ. Βενιζέλος, από την μεριά του, δεν ζήτησε την κατάργηση και από την Αλβανία του εμπολέμου, μια και αυτή το έθεσε πρώτη, αλλά στάθηκε στο ότι «την ειρηνική κατάσταση μεταξύ των δύο χωρών την έχει επισήμως διακηρύξει το ελληνικό υπουργικό συμβούλιο το 1987».
Εν μέρη αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι ακριβός αυτό που ζηξτούν οι Αλβανοί, μιας και η απόφαση αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου, με εισήγηση του τότε υπουργού εξωτερικών κ. Παπούλια, δεν πέρασε ποτέ από την ελληνική Βουλή ώστε να γίνει νόμος του ελληνικού κράτους. Να αναφέρουμε εδώ την άρνηση του τότε πρόεδρου της ελληνικής Δημοκρατίας κ. Σαρτζετάκη να υπογράψη την απόφαση αυτή της κυβέρνησης Παπανδρέου. Μετά το 1987, δεν υπογράφηκε καμιά άλλη διακρατική συμφωνία που να αποκαταστά τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών.
* Ο Κώστας Ζαφειράτης είναι δημοσιογράφος και διευθυντής της βορειοηπειρωτικής εφημερίδας “Ελληνισμός”