Προσωπικά, ποτέ δεν ήμουν οπαδός της σάτιρας. Ούτε γοητευόμουν από τον Διόνυσο και τους Σατύρους του. Η σάτιρα μολονότι τέρπει, ευφραίνει, χαροποιεί, προσφέρει «εύ-θυμο» λόγο, στηρίζεται ταυτολογικά στον «θυμό», ήτοι αρχαιοελληνικά στο συναίσθημα, εντείνοντας το. Και πάντοτε καυτηριάζει τα «κακώς κείμενα», «με τη χρήση του γέλιου ως όπλο για να χτυπήσει ένα στόχο εκτός έργου» (M.H. Abrams Λεξικό λογοτεχνικών όρων, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005). Καπηλεύεται τον δημιουργό της. Αν δεν υπήρχε ο άσχημος, ο χοντρός, ο χαζός, η σάτιρα θα ήταν στο ταμείο ανεργίας, ως φαιδρή, ποταπή, ανούσια ενασχόληση. Και δεν άκουσα ποτέ τον σατιρικό καλλιτέχνη να λέει ένα ύστατο «ευχαριστώ» στον δημιουργό της. Άλλως τε σε εκείνον χρωστά. Αλλά ναι, από την στιγμή που μαθεύτηκε ευρέως ότι ήταν σύνηθες διά τους αρχαίους προγόνους, και διδάχθηκαν όλοι πως πρόγονος της ήταν ένας τεράστιος, ο Αριστοφάνης, έγινε τοτέμ, τέθηκε στο απυρόβλητο.
Έτσι λοιπόν, έχασε την σπουδαία μεν, του περιθωρίου δε, θέση της, και «πολιτεύθηκε». Ανεβοκατέβαζε κυβερνήσεις. Η θέση της όμως είναι να χαρίζει διασκέδαση, ξεκούραση, μία ανάπαυλα, όχι να οδηγεί, να διδάσκει, να νουθετεί, ή να συνεφέρει, διότι τότε, κατέχοντας τα πρωτεία της εκθεμελίωσης, μας σέρνει στην άβυσσο της ανυπαρξίας. Και η χώρα μας, τα τελευταία χρόνια κατέστη έρμαιο των αποθεμελιωτών της γελοιοποίησης. Όταν τα πάντα γελοιοποιούνται, τίποτα δεν σπέρνεται, τίποτα δεν ανθίζει.
Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ο λαϊκός θεσμός, αντικαταστάτης της αρχαίας «αγοράς», το «καφενείο» (ένας χώρος όπου επί ασήμαντου αντιτίμου πλάθονται καθημερινά οι ιδέες – σημειωτέον πως έπαιζε τον πιο κυρίαρχο ρόλο ήδη από την εποχή του Όθωνα) εξαφανίστηκε. Ο τεκμηριωμένος λόγος υποβιβάσθηκε. Η αυθεντία χλευάστηκε. Η αξία μετετράπη σε λογιστικά εμπορικό μέγεθος. Η αρχαία ισοπολιτεία ταυτίστηκε με τον σοσιαλισμό. Οι κοινωνικές τάξεις εξισώθηκαν. Το κράτος παρενέβη στην καθημερινότητα του πολίτη. Η ατομική ελευθερία φαλκιδεύτηκε. Τι ακριβώς να διαφυλαχθεί εξ αυτού του νοσηρού συμπλέγματος; Η Μεταπολίτευση πέθανε. Όχι ο Θεός. Αυτά παθαίνει όποιος διαβάζει Νίτσε επιφανειακά.
Μόλις το Σκοπιανό, ο θάνατος του Τζίμη Πανούση (μάλλον του ιδρυτή του ελληνικού τρολ και αναμφισβήτητα ιδιαιτέρως ευφυούς ανθρώπου) και το πολυνομοσχέδιο ξεχαστούν, θα επιστρέψουν οι ψίθυροι εκλογών. Ο Διόνυσος, όμως, με τους Σάτυρούς του ήταν δευτερεύουσες θεότητες για τους προγόνους. Ας αναλογιστούμε, τι κρατάμε από την Αρχαία Ελλάδα. Είμαστε όντως ικανοί για εκλογές;