Σκάνδαλα σχετικά με το Δημόσιο υπάρχουν πολλά στην χώρας μας. Όλοι μας έχουμε ακούσει για (τυπικούς μόνο) διαγωνισμούς έργων που μετετράπησαν σε απευθείας ανάθεση επί της ουσίας. Έχουμε ακούσει για ονόματα επιχειρηματιών που έχουν αφαιμάξει μέσω των πολιτικών το Δημόσιο, ή για το τεράστιο φαγοπότι σε δημόσιους οργανισμούς, επιχειρήσεις, εταιρείας κλπ. Μάλιστα, η ζωή του δημοσίου υπαλλήλου έγινε αντικείμενο σάτιρας ούκ ολίγες φορές. Και αυτό το τελευταίο είναι εκνευριστικό, εφόσον οι γενικεύσεις βάλλονται εύκολα στην απόδειξη τους από εξαιρέσεις, κι έτσι ακόμα και συνειδητοποιημένοι εργαζόμενοι στο Δημόσιο, με πάθος και όραμα στην εργασία των, βρίσκονται στο εδώλιο κοροϊδίας ενίοτε.
Ο Δημόσιος υπάλληλος στην παλαιά Ελλάδα έχαιρε σεβασμού και εκτίμησης μεταξύ της κοινότητας. Ήταν ο δάσκαλος του χωριού, ο μορφωμένος διοικητικός υπάλληλος της κοινότητας, ήταν ο γιατρός που σπούδασε κάποια χρόνια στην πόλη, διείδε μία διαφορετική καθημερινότητα, την οποία διηγείτο στους συγχωριανούς του έπειτα. Αυτοί οι Δημόσιοι υπάλληλοι είχαν ουσιώδη θέση στην κοινωνία της Παλαιάς Ελλάδος. Είχαν δικαιώματα και υποχρεώσεις εντός των συνόρων του χωριού. Δεν κέρδιζαν τα χρήματα ενός εμπόρου βέβαια, όμως η κοινωνική θέση των, εξ αιτίας των σπουδών τους, υπερκέραζε την νόθα υλική ευμάρεια. Η αυτόνομη κοινωνική αυτορρύθμιση τους κατέταξε σε ζηλευτή θέση. Τόσο ζηλευτή, που ο Ίωνας την αναγνώριζε στην αξία που της ταίριαζε, καθώς πάλευαν να διδάξουν το νόημα του Ελληνισμού στους Έλληνες μαθητές της κατεχόμενης Μακεδονίας κόντρα σε Βούλγαρους και Τούρκους. Κι όλα κυλούσαν ομαλά… μέχρι τα δανεικά της μεταπολίτευσης.
Τα μεγάλα σκάνδαλα με τα πολλά εκατομμύρια όλοι τα ακούσαμε και όλοι τα είδαμε. Λίγο-πολύ όλοι τα ξέρουν. Ας ακολουθήσουμε τώρα έναν ξεχωριστό τρόπο σκέψης, που αφορά τα μικρά, όχι τα μεγάλα ποσά:
Στις τελευταίες εκλογές έβγαλε την κυβέρνηση το 20% των ψηφοφόρων, ενώ περίπου 4 εκατομμύρια Έλληνες δεν συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία. Άρα ένα μεγάλο μέρος δεν πηγαίνει να ψηφίσει, επειδή θεωρεί πως τίποτα δεν θα αλλάξει. Ποιοι λοιπόν κυρίως ψηφίζουν διότι θα αλλάξει η κατάσταση τους από την νέα κυβέρνηση; Οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι τελευταίοι είναι και τα πιο εύκολα «θύματα», εφόσον το κράτος γνωρίζει πόσα βγάζουν, πώς τους φορολογεί, και τους τα παίρνει αμέσως από τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Συνεπώς, αυτή η ομάδα έχει ιδιαίτερο συμφέρον από το αποτέλεσμα της κάλπης.
Λογικό επίσης είναι πως αυτή η ομάδα θα φροντίσει να ψηφίσει εκείνον που δεν θα μειώσει τους μισθούς της, δεν θα την τσεκουρώσει στην φορολογία, δεν θα την απολύσει. Άρα, ο ψηφισθείς από αυτήν την ομάδα δεσμεύεται να την αφήσει ανέγγιχτη ή σχεδόν ανέγγιχτη.
Δεδομένου, επιπλέον, πως το ποσοστό που αδιαφορεί για «χαρτογιακάδες κομψευόμενους πολιτικούς» είναι οι ελεύθεροι επαγγελματίες, αφού η φορολογία δεν μειώνεται, οι εισφορές τους αυξάνονται και η διαβίωση τους δυσκολεύει συνεχώς τα 7 τελευταία χρόνια της κρίσης, μπορούμε να κάνουμε το πρώτο βήμα του συλλογισμού:
Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι ψηφίζουν όποιον δεν θα βλάψει τα συμφέροντα τους. Ελεύθεροι επαγγελματίες και άνεργοι φαίνεται να απέχουν. Άρα οι πολιτευόμενοι εξαρτώνται από την ομάδα του δημοσίου, αφού πιο εύκολα πείθεις έναν αποφασισμένο να σε ψηφίσει, παρά έναν δυστυχή άμοιρο που απαξιεί για το πολιτικό γίγνεσθαι και θεωρεί πως όλοι τον κοροϊδεύουν τόσα χρόνια.
Αυτή η ομάδα διατηρεί με τον τρόπο αυτό την όποια αρμονία του πολιτικοκοινωνικού μηχανισμού. Διαμαρτύρεται λίγο, έχοντας χάσει λίγα, και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Έτσι, όμως, σε κάθε διαπραγμάτευση, σε κάθε διαρθρωτική αλλαγή, σε κάθε σκέψη απελευθέρωσης από τα δεσμά του κρατισμού, ένας πολιτικός κοιτάει να μην αγγίξει αυτήν την γιγαντιαία λόγω μεταπολιτευτικών λαθών ομάδα, και να φορτώσει τα βάρη στους ελεύθερους επαγγελματίες και επιχειρηματίες. Άλλωστε, εκλέγεται από δημόσιους υπαλλήλους κυρίως και όχι από ελεύθερους επαγγελματίες.
Καθώς η ομάδα της ελεύθερης οικονομίας θα συρρικνώνεται, θα ισοπεδώνεται, θα εξισώνεται προς τα κάνω με όλα αυτά τα μέτρα των Βρυξελλών, η ομάδα του δημοσίου, αυτή η τόσο κρίσιμη για την λειτουργία του μηχανισμού θα παραμένει στα ίδια ή λίγο λιγότερα χρήματα. Συνάγουμε δηλαδή πως δεν θα βυθίζεται στην φτώχεια όπως η άλλη ομάδα. Από την μία μεριά διατήρηση, από την άλλη κινεζοποίηση.
Μία Ελλάδα, με άλλα λόγια, συμμοριτοπόλεμου. Οι μισοί θα πασχίζουν να πληρώσουν όλη την πίτα του χρέους, και οι άλλοι μισοί θα παίρνουν τον μισθό που έπαιρναν και πριν, ενώ την ίδια ώρα θα χλευάζουν, θα περιπαίζουν και θα συκοφαντούν τον μέσο ελεύθερο επιχειρηματία, διότι τάχα δεν κόβει αποδείξεις και φταίει για τα μνημόνια! Αστεία επιχειρήματα.
Μία νέα κοινωνική τάξη ξεπροβάλλει μετά από αυτά τα 7 χρόνια ύφεσης. Κι αν η Ελλάδα σαν χώρα επιφανειακά προτιμά το τραίνο της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Σοσιαλίζουσας Ένωσης, αυτό γίνεται γιατί αυτή η ομάδα των δημοσίων υπαλλήλων είναι ο μόνος κραταιός επιχειρηματίας και ο μοναδικός τρόπος να διατηρηθεί τόσο γιγαντιαίος είναι να μην σταματήσουν τα δανεικά να έρχονται.
Τώρα, το τι θα κάνει η ομάδα που 7 χρόνια πληρώνει και είδε το βοιωτικό της επίπεδο να χάνεται και τον κίνδυνο να μπορούν να της εκπλειστηριάσουν τα σπίτια, που με κόπο έχτισε, επειδή μπορεί να χρωστάει κάποια λίγα χρήματα, είναι απορίας άξιο. Μέχρι στιγμής φαίνεται απλώς να απέχει, με την εκκωφαντική της σιωπή να προειδοποιεί οποιονδήποτε χαριεντίζεται στην πλάτη της.
Η Ελλάδα φαίνεται συν τω χρόνω να έχασε τις αυτορρυθμιστικές δικλίδες ασφαλείας της κοινότητας. Ο καθένας ζεί για το συμφέρον του και μόνο. Έτσι διανοίγεται η δίνη της Αδικίας στο κοινωνικό σώμα. Δεν συνεισφέρουν όλοι το ίδιο. Αν δε, αναγκαστούν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι ιδιωτικοί υπάλληλοι και οι επιχειρηματίες, λόγω των ισοπεδωτικών πολιτικών να κατέβουν στο δρόμο διαδηλώνοντας, θα μπορούσε κάποιος να περιμένει νέο Γουδί και όχι απλό φαινόμενο ξεσπάσματος.
Οφείλουμε να αποφασίσουμε τι θέλουμε, ελίτ, κάστα δημοσίων υπαλλήλων και πολλά εκατομμύρια φτωχούς, ή το απολύτως αναγκαίο δημόσιο, χαμηλή φορολογία και άπειρους ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρηματίες και ιδιωτικούς υπαλλήλους; Ας σταματήσουμε να δαιμονοποιούμε το κέρδος και τον επιχειρηματία. Ας σταματήσουμε να είμαστε μαρξιστές. Δεν οδηγεί πουθενά.