Λίγα πράγματα απολαμβάνουν στην χώρα μας τέτοιας δημοφιλίας και διακομματικής υποστήριξης, όσο το πρόγραμμα δημόσιας εκπαίδευσης. Το σύνολο της παρεχόμενης παιδείας, από το πολύ πρώιμο στάδιο του νηπιαγωγείου, έως το πανεπιστημιακό επίπεδο, ελέγχεται και παρέχεται αποκλειστικά από το Κράτος. Αν και για τα Πανεπιστήμια ακούγονται κατά καιρούς διαφωνίες, αυτές είναι μάλλον χλιαρές και σίγουρα ελλιπείς ως προς τις εναλλακτικές.
Με απλά λόγια, από καμιά γωνιά του πολιτικού χάρτη της χώρας μας, δεν ακούγεται ότι η δημόσια (δηλ. Κρατική), δωρεάν, παιδεία, δεν είναι ούτε δωρεάν, ούτε παιδεία.
Κατά τον περίφημο αφορισμό του M. Friedman: «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα, όπως το δωρεάν γεύμα». Η έννοια του δωρεάν είναι το βασικό επιχείρημα υπέρ του κρατικού μονοπωλίου στην παροχή του αγαθού της παιδείας. Αρχικά είναι ειρωνικό να αποκαλούμε «δωρεάν» κάτι το οποίο όλοι πληρώνουμε εξαναγκασιτκά μέσω των φόρων μας. Συνεπώς, η συζήτηση δεν πρέπει να γίνει επί τη βάσει του δωρεάν ή όχι, αλλά του κατά πόσο το κρατικό αυτό μονοπώλιο, είναι σε θέση να προσφέρει το αγαθό αυτό σε μια καλύτερη τιμή, από την τιμή της ελεύθερης αγοράς.
Ο μόνος τρόπος να επιτευχθεί αυτό, είναι εξαναγκάζοντας τους εκπαιδευτικούς, να παράσχουν τις υπηρεσίες τους με μισθούς χαμηλότερους από αυτούς που θα ζητούσαν στην αγορά. Αν σταματήσουμε την σκέψη μας εδώ, τότε το Κράτος έχει πράγματι καταφέρει να παράσχει το συγκεκριμένο αγαθό σε χαμηλότερη τιμή, έστω και επί τιμή του εξαναγκασμού των εκπαιδευτικών.
Αλλά αν συνεχίσουμε λίγο ακόμα, θα δούμε ότι η διαφορά αυτή μεταξύ κρατικής και ελεύθερης τιμής, στην πραγματικότητα πληρώνεται στους διάφορους γραφειοκράτες που μεσολάβούν ως μεσίτες μεταξύ του εκάστοτε ενδιαφερόμενου μαθητή και του εκπαιδευτικού. Ο ακόμη ειλικρινέστερος αναγνώστης, θα πρέπει να λάβει υπόψιν και τον ρόλο που διαδραματίζουν στην διαμόρφωση των αποδοχών των εκπαιδευτικών τα διάφορα συνδικάτα (ειδικά των εκπαιδευτικών ή εν γένει των δημοσίων υπαλλήλων), τα οποία διαρκώς πιέζουν για συλλογικές αυξήσεις, που στηρίζονται σε κριτήρια όπως ο χρόνος εργασίας ή απλά «η αξιοπρεπής διαβίωση» ασχέτως με την αύξηση ή μη της παραγωγικότητας του εκάστοτε επκαιδευτικού.
Εν τέλει, δηλαδή, συναντούμε στο κρατικό μονοπώλειο στην παροχή παιδείας, τα ίδια αρνητικά αποτελέσματα στα κόστη που συναντούμε και σε κάθε άλλο μονοπωλειακά διαθέσιμο αγαθό. Η δεξιά και υπερ της ελευθερίας αντιπρόταση, συνίσταται στην πλήρη απελευθέρωση της παιδείας από τον κρατικό μηχανισμό και την ανάλογη (αυτονόητη) μείωση των φορολογικών βαρών. Έτσι, οι ενδιαφερόμενοι (γονείς και μαθητές) θα μπορούν να αγοράσουν απ’ευθείας τις υπηρεσίες του εκάστοτε δασκάλου, χωρίς τα κόστη της γραφειοκρατικής μεσιτίας, χωρίς τον πολιτικό εξαναγκασμό για αυξημένες αποδοχές εκ μέρους των σωματείων και με ελευθερία των εκπαιδευτικών να ορίσουν οι ίδιοι τις αποδοχές που επιθυμούν. Όπως και σε όλα τα άλλα αγαθά, οι τιμές αυτές δεν θα οριστούν μονομερώς από τον πάροχο, σε δυσπρόσιτα ύψη, αλλά σε μια «μέση» τιμή, όπου και ο ένας θα μπορεί να πουλήσει και ο άλλος να αγοράσει.
Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα: Η κρατική παιδεία, δεν είναι παιδεία. Η οργάνωση και το περιεχόμενο των διαφόρων βαθμίδων εκπαίδευσης καθορίζεται κεντρικά, από τον εκάστοτε Υπ. Παιδείας. Δηλαδή, από κάποιον πολιτικό καριερίστα, ο οποίος διορίστηκε με βάση την πίστη του στο εκάστοτε κόμμα και τις κομματικές αρχές. Απόδειξη των παραπάνω είναι η τακτική επιβολή αλλαγών στον χώρο της εκπαίδευσης, κάθε φορά που αλλάζει η Κυβέρνηση, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τις (μάλλον ριζικές και αχρείαστα περίπλοκες) αλλαγές του νυν Υπουργού Γαβρόγλου. Με απλά λόγια, ο χώρος της παιδείας αποτελεί διαχρονικά το πλέον προνομιακό πεδίο ιδεολογικής (και κομματικής) σύγκρουσης, με όλα τα γνωστά αρνητικά αποτελέσματα.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν, ότι κύριο μέλημα ήταν και είναι η χρήση του μηχανισμού της κρατικής παιδείας, ως μέσου ιδεολογικής κατήχησης και προπαγάνδας. Δεν είναι να απορεί κανείς που το επίπεδο μόρφωσης των νέων, όλο και μειώνεται, παρά τα διαρκώς αυξημένα τυπικά προσόντα τους. Όλοι θυμόμαστε άλλωστε τα γνωστά περί «συνωστισμών», τους χάρτες που αναγράφουν τα Σκόπια ως «Μακεδονία», τις διαγραφές κρίσιμων ιστορικών περιόδων από την διδακτέα ύλη και άλλα πολλλά. Λαμβάνοντας, δε, υπόψιν την προφανή ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς, είναι μάλλον αναμενόμενο το ότι τα σχολεία και τα πανεπιστήμια της χώρας αποτελούν τους κύριους τροφοδότες των αντίστοιχων κομματικών νεολαίων.
Η συντηρητική αντιπρόταση θεωρεί ότι μόνοι αρμόδιοι για την επιλογή του περιεχομένου και της κατεύθυνσης της παιδείας του εκάστοτε μαθητή είναι ο ίδιος ο μαθητής (εαν είναι ενήλικος) ή οι γονείς του (εφόσον διατηρούν την επιμέλειά του φυσικά) και όχι κάποιος κομματικός υπάλληλος.
Εν κατακλείδι, η συντηρητική θέση στο θέμα περιστρέφεται γύρω από την απομάκρυνση του Κράτους από την παιδεία, με απώτερο στόχο, τόσο την μείωση των τιμών, αλλά και την άυξηση της ποιότητας της παρεχόμενης παιδείας, μακριά από τις κρατικές-κομματικές καταχρήσεις, που διαχρονικά μαστίζουν τον χώρο.