Είναι πρόδηλο λοιπόν ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, συνιστά την «λυδία λίθο» μίας Δημοκρατικά Συντεταγμένης ευνομούμενης Πολιτείας, ενός Κράτος Δικαίου, εις το οποίο λειτουργεί ο κοινοβουλευτισμός ο οποίος ερείδεται εις την θεμελιώδη αρχή της αντιπροσωπεύσεως, δυνάμει της οποίας, ο εξακολουθών κυρίαρχος λαός ασκεί την εξουσία ο ίδιος δια της εκλογής των οργάνων εκείνων που ασκούν τις επί μέρους λειτουργίες του Κράτους.
Ως εκ τούτου λοιπόν η εγγύηση δια την διατήρηση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, είναι η απαρέγκλιτη τήρηση της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών, εις την πλήρη αυτοτέλεια της εκάστης εξ αυτών, ήτοι της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής, οι οποίες δεν πρέπει να αλληλοεξουδετερώνονται ή να αλληλεπικαλύπτονται εις την πράξη,
Η διάκριση των εξουσιών καθιερώνεται, δια της διατάξεως του άρθρου 26 του Συντάγματος, πλην όμως διαπιστώνουμε εις την πράξη, ότι υφίσταται το παράδοξον, μία οιονεί «διασταύρωσης εξουσιών» δια τον λόγον, ότι στην παράγραφο 1 του άρθρου 26, κατά την αδιάστικτη διατύπωσή του αναφέρεται ότι, την εκτελεστική εξουσία δεν την ασκεί αποκλειστικώς η Βουλή αλλά και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όργανο κατ’ εξοχήν της εκτελεστικής εξουσίας.
Περαιτέρω το αυτό συμβαίνει και με το άρθρο 90 παράγραφος 5 του Συντάγματος το οποίο ορίζει ευθέως και απολύτως ότι οι ανώτατοι πρόεδροι των δικαστηρίων ορίζονται από την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή ευθεία παρέμβαση και πλήρης παραγκωνισμός της δικαστικής εξουσίας, εκ μέρους της τελευταίας, κατάσταση η οποία επιτάθηκε επί τω χείρω, δια του Ν. 3841/2010, δυνάμει του οποίου παρεμβάλλεται ωσαύτως, επί της ως άνω διαδικασίας και το όργανο της νομοθετικής εξουσίας, ήτοι «η Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής», όπως προβλέπεται εις το άρθρο 14 παρ. στ, εδάφιο δ, του παρόντος κανονισμού της Βουλής.
Παρόλα αυτά υφίσταται η διάταξη του άρθρου 87 παρ. 1 η οποία φέρεται καθόλα αντιφατική ως προς τα άνω διότι κατοχυρώνει ρητώς την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών.
Περαιτέρω λοιπόν για να καταστώ έτι περαιτέρω σαφής δυνάμει της παρ. 5 του άρθρου 90 του Συντάγματος σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Ν. 3841/2010 ( άλλως το άρθρο 14 παρ. στ, εδάφιο δ, του παρόντος κανονισμού της Βουλής), καθορίζεται ο τρόπος ανάδειξης των προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων της Επικρατείας αλλά και της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ο οποίος έχει ως εξής :
Καταρχάς προ της εισηγήσεως του αρμοδίου Υπουργού κατά την απόφαση του εκάστοτε Υπουργικού Συμβουλίου και προτού εισέτι δημοσιευτεί Προεδρικό Διάταγμα, προσαπαιτείται η έγγραφη διατύπωση γνώμης του οργάνου της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής επί ενός καταλόγου υποψηφίων τους οποίους έχει προτείνει ο εκάστοτε Υπουργός Δικαιοσύνης, η οποία όμως γνώμη του ανωτέρω οργάνου δεν είναι δεσμευτική για του εκάστοτε Υπουργό Δικαιοσύνης.
Ως εκ τούτου λοιπόν εμφαίνεται απολύτως και ευθέως η ωμή επέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας (Υπουργικό Συμβούλιο) σε συρροή με την ιταμή παρεμβολή της Νομοθετικής (όργανο Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής,) στην Δικαιοσύνη, φαλκιδεύοντας στην πράξη την ανεξαρτησία της, θέτοντας δηλαδή τον «γόρδιο δεσμό» εξαρτήσεως της αναδείξεως την ανώτατων δικαστικών λειτουργών.
Κατά συνέπεια λοιπόν παρέπεται ότι η δικαιοσύνη καθυποτάσσεται στις ανωτέρω εξουσίες, ενώ θα έπρεπε η ανάδειξη των ανώτατων δικαστών να συντελείται εκ των ενόντων, οίκοθεν, «εκ των σπλάχνων» της δικαιοσύνης άνευ ουδεμίας παρεμβάσεως εξωτικής αρχής και οργάνων.
Ο τετελεσμένος αυτός στραγγαλισμός της δικαιοσύνης, η οποία τελεί διαρκώς υπό την δαμόκλειο σπάθη του ασφυκτικού ελέγχου και της αυστηρής επίβλεψης των ενεργειών της από το Κράτος απάδει με το Σύνταγμα και την λαϊκή κυριαρχία.
Εκ των ως άνω λοιπόν φύεται αναπόδραστα το εξής ακανθώδες ερώτημα, τι φοβάται επομένως το κράτος και δεν επιτρέπει στην πράξη, την πλήρη ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ή μήπως δεν είναι επαρκώς καταρτισμένοι οι δικαστές και αγνοούν την ρύθμιση των θεσμικών τους ζητημάτων;
Περαιτέρω, οφείλω να επισημάνω, οι δικαστές διακονούν το δίκαιο και μετέχουν στην ζωοποιό μυσταγωγία απονομής δικαιοσύνης, βασανιζόμενοι, ιδίως εις την ποινική δικαιοσύνη, ως προς την ανεύρεση της αληθείας, με γνώμονα την ανεξαρτησία τους, την ελευθερία της συνειδήσεώς τους καθώς και την ηθική ακεραιότητά τους.
Εν κατακλείδι, δια να αποκατασταθεί η τρωθείσα εμπιστοσύνη των πολιτών εις την Δικαιοσύνη δέον όπως υπάρξει μία καθολικώς ανεξάρτητη δικαιοσύνη, διαρρηγνύοουσα τον ομφάλιο λώρο με την εκάστοτε εκτελεστική ή νομοθετική εξουσία, προκειμένου αυτή, ως θεσμικός Πυλώνας της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας να λειτουργεί απροσκόπτως και ελευθέρως ως προπύργιο ελευθεριών, εξοβελίζοντας τους επίβουλους αυτής και αποκόπτοντας κάθε Κρατική παρέμβαση, η οποία επιχειρεί υποδορίως να την εξανδραποδίσει καθιστώντας την κατά περίσταση, «αλ κάρτ» θεραπαινίδα πολιτικών συμφερόντων.